Με την υπ’ αριθμόν 7/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης το δικαστήριο έκανε δεκτή εν όλω την αίτηση της εντολέα μας για υπαγωγή των οφειλών της στο καθεστώς του Ν.3869/2010 («νόμος Κατσέλη»).
Ειδικότερα, η αιτούσα έγγαμη με τέσσερα ανήλικα τέκνα και μηνιαίο εισόδημα από μισθωτή εργασία 1.128 ευρώ και ο σύζυγός της εργάζονταν ως ελεύθερος επαγγελματίας. Η εντολέας μας είχε οφειλές προς την ΤΡΑΠΕΖΑ συνολικού ύψους 27.000 ευρώ. Το δικαστήριο εφάρμοσε κούρεμα των χρεών της σε ποσοστό 17% εξαιρώντας από την εκποίηση την κύρια κατοικία της και το ΙΧ αυτοκίνητό της. Ρύθμισε τις οφειλές της με μηνιαίες καταβολές ποσού 93,75 ευρώ για τα επόμενα είκοσι έτη. Τη δικαστική εκπροσώπηση ανέλαβε ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Ζηδιανάκης.
Παρακάτω παρατίθεται η απόφαση:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ – N. 3869/2010
Αριθμός:7/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Νικόλαο Μάνο, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και τη Γραμματέα Σοφία Μιχαηλίδου .
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ (αριθ. εκθ. καταθ. 8246/2017): …………του ……… και της ………., με ΑΦΜ ……….., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ……….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μιχαήλ Ζηνιαδάκη (ΑΜ……), κατοίκου Θεσσαλονίκης, ………, ………, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ, η οποία κατέστη διάδικος μετά από νόμιμη κλήτευσή της: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ……………..που εδρεύει στην Αθήνα, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στη δίκη.
Η αιτούσα με τη με αριθμό 8246/2017 αίτησή της που απευθύνεται στο παρόν Δικαστήριο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Για τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης ορίσθηκε δικάσιμος με την ανωτέρω πράξη η 10.5.2018 και κατόπιν αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας, ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουνδεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. 1672/7.8.2Ο17 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών…………….., που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια. Η τελευταία ωστόσο δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η τελευταία εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει επομένως, εφόσον η αναγραφή στο πινάκιο επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων να δικασθεί ερήμην, η διαδικασία όμως θα προχωρήσει σα να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (αρθρ. 754 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 271 παρ. 1 ΚΠολΔ αναλογικά εφαρμοζόμενου, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015, καθώς και αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου).
Στην υπό κρίση αίτηση, όπως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της παραδεκτά διορθώθηκε, η αιτούσα εξιστορεί ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τη μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση και ζητεί τη διευθέτησή τους από το Δικαστήριο, ώστε να επέλθει μερική απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της έναντι της προαναφερόμενης, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή καιοικογενειακή της κατάσταση, όπως την εκθέτει στην αίτησή της, καθώς και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η αναφερόμενη στην αίτηση κύρια κατοικία της. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση, παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 Ν. 3869/2010). Για το παραδεκτό της έχει προσκομισθεί νομίμως και εμπροθέσμως η υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων α) της περιουσίας της και των εισοδημάτων της β) των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα καθώς και της μη υπάρξεως μεταβιβάσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία. Μετά δε από την παραλαβή και πρωτοκόλληση της αίτησης από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις, ανοίχτηκε φάκελος για την τήρηση των εγγράφων και ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας καθώς και δικάσιμος για τη συζήτηση της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε καθώς χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή, (βλ. σχετικά έγγραφα). Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση, ούτε έχει εκδοθεί προγενεστέρως απόφαση για τη διευθέτηση των οφειλών της αιτούσας με απαλλαγή της από υπόλοιπα χρεών στο παρόν Δικαστήριο ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της Χώρας (βλ. σχετικό έγγραφο της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου). Η αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3869 / 2010, είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του Ν. 3869/2010 όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του N. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/ 14.8.2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν.4336/2ΟΙ5 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015) τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, αλλά και τις διατάξεις του N. 4346/2015, εφόσον η αίτηση κατατέθηκε μετά την 1.1.2016, όπως οι τελευταίες διατάξεις τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ ΑΙ 105/ 14.6.2018), ο οποίος εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του αιτήσεις (σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του). Το αίτημα, όμως, αυτής να επικυρωθεί το σχέδιο διευθετήσεως κατ’ άρθρο 7 του Ν. 3869 /2ΟIΟ, είναι μη νόμιμο, αφού η επικύρωση του σχεδίου αυτού από τους διαδίκους, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο (7 του Ν. 3869/2010), δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας αυτών, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθετήσεως οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την, κατά τα ανωτέρω, επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του, επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αιτήσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι την συζήτηση, δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές τους και, συνεπώς, το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση και πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον, το αίτημα αυτής να αναγνωρισθεί ότι, με την τήρηση και την προσήκουσα εκτέλεση της δικαστικής ρυθμίσεως των χρεών της, η αιτούσα απαλλάσσεται από το υπόλοιπο αυτών, ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις, για το λόγο, δε, αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Η αίτηση για απαλλαγή από τα υπόλοιπα χρεών κοινοποιείται στους πιστωτές (αρθρ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010) και επ’ αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών. Άλλωστε, στην παρούσα περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 69 ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτά (ΕιρΘες 3394/2016, αδημ, Ειρκορ 258/2016, ΕιρΡόδ 19/ 2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε νόμιμα και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή αποδείξεων και δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία κανένα δεν παραλείπεται για την ουσιαστική διάγνωση της υπό κρίση υπόθεσης, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η αιτούσα, διάγει το 39ο έτος της ηλικίας της και είναι παντρεμένη με τον………….., που διάγει το 420 έτος της ηλικίας του. Από το γάμο τους δε αυτό, έχουν αποκτήσει τέσσερα τέκνα, ηλικίας 14, 12, 9 και 2 ετών (βλ. πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης). Η αιτούσα εργάζεται ως δημόσια υπάλληλος — δασκάλα με μηνιαίες αποδοχές ύψους1.128,32 ευρώ. O σύζυγός της έχει προβεί σε έναρξη δραστηριότητας στην αρμόδια ΔΟΥ με αντικείμενο «φωτογράφος», χωρίς ωστόσο από την εργασία του αυτή να αποκομίζει κάποιο χρηματικό ποσό (βλ. ένορκη κατάθεσή του). Έτσι το οικογενειακό εισόδημα προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από τη μισθοδοσία της αιτούσας. Οι αποδοχές της ανήλθαν το έτος 2017 στο ποσό των 13.174,41 ευρώ και το 2018 στο ποσό των 14.184,28 ευρώ με τις αντίστοιχες κατ’ έτος αποδοχές του συζύγου της να είναι μηδενικές, ενώ παλαιότερα, το 2008 η αιτούσα είχε εισόδημα ύψους 17.570, 16 ευρώ και ο σύζυγός της8.130,56 ευρώ, ενώ το 2009 η αιτούσα 19.502,24 ευρώ και ο σύζυγός της 9.124,61 ευρώ (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα αντίστοιχων ετών). Παρατηρείται επομένως μείωση των εισοδημάτων της αιτούσας σε σχέση με το παρελθόν, ενώ πτωτική εμφανίζεται η οικονομική πορεία της σε σχέση με τα εισοδήματα του συζύγου της. Κατά συνέπεια, δεδομένης της σημερινής της κατάστασης και της υπέρμετρης αύξησης των δαπανών διαβίωσης διαμέσου της οικονομικής κρίσης, η συνολική εισοδηματική εικόνα της αιτούσας εμφανίζεται σημαντικά πτωτική. Περαιτέρω, όσο αφορά στην ακίνητη περιουσία της, η αιτούσα έχει στην ψιλή κυριότητά της μία διώροφη κατοικία έτους κατασκευής 1953 στην οδό …………….αποτελούμενης από ισόγειο εμβαδού 37,00 τμ και 1ου ορόφου εμβαδού 37,00 τμ, ήτοι συνολικού εμβαδού 62,90 τμ. Το διαμέρισμα αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία της. Έχει δε αντικειμενική αξία ύψους 22.237,00 ευρώ και εμπορική αξία ύψους 25.000,00 ευρώ, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου σε ακίνητα της ίδια περιοχής, ίδιας παλαιότητας και έκτασης. Επίσης η αιτούσα έχει στην κυριότητά της ποσοστό 50% επί ενός IXE αυτοκινήτου έτους πρώτης κυκλοφορίας 1999, με αριθ. Κυκλοφορίας……., εργοστασίου κατασκευής Toyota τύπου Yaris, το οποίο δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, καθώς λόγω της παλαιότητάς του και της χαμηλής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου εμπορικής αξίας του, δεν θα προκαλέσει ούτε αγοραστικό ενδιαφέρον ούτε αξιόλογο τίμημα. Πρέπει επομένως να εξαιρεθεί της ρευστοποίησης στα πλαίσια του αρθρ. 9 παρ. 1. Επίσης το ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του συζύγου της αιτούσας (ψιλή κυριότητα επί ενός διαμερίσματος στην οδό…………) δεν αποφέρει κάποιο εισόδημα στην οικογένεια, καθώς διαμένει σ’ αυτό η επικαρπώτρια…………… Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του γεγονότος ότι η αιτούσα βαρύνεται και με δαπάνες διαβίωσης άλλων προσώπων εκτός από τις προσωπικές της (τέσσερα τέκνα πλέον του συζύγου της), το ποσό που είναι απαραίτητο για τη διαβίωσή της ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε 1.788,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ωστόσο είναι υψηλότερο από το εισόδημά της. Για τον υπολογισμό πάντως του ανωτέρω ποσού, συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι οφειλέτες οι οποίοι ζητούν να υπαχθούν στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά τους να μειώσουν στο ελάχιστο τις δαπάνες τους μόνο στις απολύτως απαραίτητες και αναγκαίες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης. Εξάλλου, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, η αιτούσα έχει αναλάβει τις παρακάτω δανειακές υποχρεώσεις, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα: Από τη μοναδική μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια, την υπ’ αριθ. ……….σύμβαση καταναλωτικού δανείου ποσού 22.113,68 ευρώ και την υπ’ αριθ. …………σύμβαση καταναλωτικού δανείου ποσού 4.890,78 ευρώ, χωρίς εξασφάλιση. Το σύνολο επομένως των οφειλών της ανέρχεται στο ποσό των 27.004,46 ευρώ. Σημειώνεται ότι με βάση την παρ. 3 του αρθρ. 6 του Ν. 3869/2010 (όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις των Ν. 4336/2015 και 4346/2015): «οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους». Εν προκειμένω οι απαιτήσεις υπολογίζονται με βάση την αξία τους κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, ελλείψει εξασφάλισης. Είναι δε ήδη ληξιπρόθεσμες οι απαιτήσεις αυτές, κατά πλάσμα δικαίου, καθώς η συνέχιση της κανονικής τους εξυπηρέτησης μπορεί να λάβει Χώρα μόνο εις βάρος των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης της αιτούσας.
Με βάση τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι τα ανωτέρω δάνεια λόγω του ύψους τους και της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα η αιτούσα, που άνωθεν περιγράφεται, την οδήγησαν σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της προς την πιστώτρια. Κατά την ανάληψη εξάλλου των ανωτέρωυποχρεώσεων τα εισοδήματά της ήταν υψηλότερα (βλ. ανωτέρω αποδειχθέντα σε σχέση και με τα εισοδήματα του συζύγου της) και περαιτέρω, εξ’ αιτίας της οικονομικής κρίσης με τις δυσμενείς συνέπειες που είχε στην ελληνική οικονομία, κατέστη ανέφικτη η αποπληρωμή των ανωτέρω οφειλών, δεδομένου, ότι εκτός από τη μείωση των εισοδημάτων, τα τρέχοντα έξοδα και οι δαπάνες διαβίωσης της μέσης ελληνικής οικογένειας έχουν αυξηθεί σημαντικά. Σημειώνεται ότι το σύνολο του χρέους της αιτούσας δεν κρίνεται υψηλό, αντιθέτως είναι σύνηθες για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας πριν την οικονομική κρίση και αναλήφθηκε προς κάλυψη αναγκών επιδιόρθωσης της οικίας της (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρα απόδειξης). Λόγω δε της ύπαρξης υψηλότερων εισοδημάτων κατά το παρελθόν αλλά και της τότε καλής οικονομικής κατάστασης της Χώρας, η αιτούσα πίστευε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές της τις υποχρεώσεις ενώ δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την οικονομική κρίση που θα ακολουθούσε που την οδήγησε σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των οφειλών της. Βρίσκεται δε, πράγματι σήμερα η αιτούσα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Η κρίση αυτή συνάγεται από την σχέση ρευστότητάς της προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της (όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν), η υπολειπόμενη ρευστότητα δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους, χωρίς προς τούτο να φέρει ευθύνη (βλ. και ΕιρΚουφ 1/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδυναμία πληρωμής της εξάλλου είναι επιγενόμενη και δεν προϋπήρχε κατά τη σύναψη των δανειακών υποχρεώσεών της με την καθ’ ης. Η δε δανειοδότησή της, κινείται σε λογικά πλαίσια και βρισκόταν εντός των οικονομικών δυνατοτήτων αποπληρωμής της, αφού εξυπηρετούσε αρχικά τις υποχρεώσεις της χωρίς πρόβλημα, με τη συνδρομή του συζύγου της. Για το λόγο αυτό η συμπεριφορά της αιτούσας δεν κρίνεται στο σύνολό της δόλια. Περαιτέρω και ως πρόσθετο στοιχείο, καίτοι δεν απαιτείται για την κατάφαση της δολιότητας του οφειλέτη (βλ. ΑΓΙ 286/2017, ΑΓΙ 153/2017, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 64/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αναφέρεται ότι δεν αποδείχτηκε από την ακροαματική διαδικασία πως η αιτούσα εξαπάτησε τους υπαλλήλους της καθ’ ης προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις της, που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους, δεδομένης της δυνατότητας τους μέσω του συστήματος μηχανοργάνωσης που διαθέτουν (βλ. Α. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 3η, 2014, υπό το άρθρο Ι, αρ. 31, 32, 36, 37, 38, σελ. 46-51, ΜΠρΘεσ 26/2016, ΕιρΒαμου 11/2015, ΕιρΚαλαμ 28/2014, ΕιρΙλίου 405/2014 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαν 233/2014 αδημ.,ΕιρΙλίου 408/2013, αδημ., ΕιρΑθ 1338/2012 αδημ., ΕιρΑθ274/2012 ΕφΑΔ 2012, 1124, ΕιρΦλωρ 1/2012 ΝΟΒ 20121191, ΕιρΑθ 257/2012 ΕΠολΔ 2012, 631, ΕιρΑθ209/2012 ΧρηΔικ 2012, 293).Άλλωστε η πιστώτρια δεν παραστάθηκε ώστε να προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό με την απόδειξη του οποίου και βαρύνεται. Πληροί επομένως η αιτούσα όλες τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010.
Εφόσον επομένως η αιτούσα ανταποκρίθηκε επαρκώς στην υποχρέωσή της να αποδείξει τη συνδρομή στο πρόσωπό της των προϋποθέσεων του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα αυτές των άρθρ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 όπως οι τελευταίες συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του N. 4336/2015 και 4346/2015 (αρθρ. 338 ΚΠολΔ) αλλά και τις διατάξεις του N. 4549/2018 (ΦΕΚ Α’ 105/14.6.2018), o οποίος εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του αιτήσεις (σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του), το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση των οφειλών της. Έτσι η ρύθμιση των οφειλών αυτών θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην καθ’ ης από τα εισοδήματά της επί τριετία (36 μήνες) που θα αρχίσουν αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης (αρθρ. 8 παρ 3 Ν. 3869/2010). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, δεν υπάρχει κάποιο προς διάθεση ποσό, αφού δεν επαρκεί το εισόδημά της για την κάλυψη των απαραίτητων δαπανών διαβίωσής της κι έτσι λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών καιοικογενειακών αναγκών της αιτούσας και της μη διαφαινόμενης τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον βελτίωσης της οικονομικής της κατάστασης πρέπει να οριστούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές και για χρονικό διάστημα 36 μηνών. Σύμφωνα δε με το αρθρ. 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010: «Από το ποσό αφαιρείται ό,τι καταβλήθηκε συνολικά σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 5 ή της απόφασης αναστολής του άρθρου 6, διαιρούμενο διά το πλήθος των δόσεων της παρούσας παραγράφου» Το πιο πάνω εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 2 άρθρου 61 Ν.4549/2ΟΙ8,ΦΕΚ ΑΙΟ5/ 14.6.2018 και σύμφωνα με την παρ. 8 άρθρου 68 του αυτού νόμουεφαρμόζεται και στις δίκες, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Εν προκειμένω όμως λόγω του ορισμού μηδενικών μηνιαίων καταβολών, δεν τίθεται θέμα αφαίρεσης κάποιου ποσού από το συνολικό χρέος της αιτούσας από αυτά (50,00 ευρώ μηνιαίως), που καταβλήθηκαν δυνάμει της προσωρινής διαταγής. Το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση περί μηδενικών μηνιαίων καταβολών, καθώς αποδείχτηκε πως συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι εξαιρετικές περιστάσεις του αρθρ. 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, ήτοι χαμηλά εισοδήματα χωρίς υπαιτιότητα και δεδομένου ότι έχει τέσσερα τέκνα. Μετά τη ρύθμιση αυτή δεν προκύπτει η ύπαρξη περιουσιακού στοιχείου προς ρευστοποίηση ή άλλου εισοδήματος για την περαιτέρω ικανοποίηση της πιστώτριας. Αναπροσαρμογή του ποσού αυτού δεν προκύπτει ότι μπορεί να οριστεί με βάση τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα της αιτούσας. Οφείλει όμως η τελευταία να γνωστοποιεί μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του Δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργοδοτικού φορέα καθώς και κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων της ή των περιουσιακών της στοιχείων, ώστε να ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 (βλ. αρθρ. 8 παρ. 2 και 3 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Σημειώνεται ότι παρά τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών το Δικαστήριο δεν ορίζει νέα δικάσιμο για τον επαναπροσδιορισμό τους καθώς κρίνει ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί το εισόδημα της αιτούσας. Σε κάθε περίπτωση οι πιστωτές ή ο οφειλέτης δύνανται, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 να προβούν στην τροποποίηση της αποφάσεως, εφ’ όσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων της αιτούσας.
Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Ν.4336/2015 και το Ν. 4346/2015 εφόσον με τις καταβολές επί36 μήνες δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων της
πιστώτριας και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της οικίας της αιτούσας (κύριας κατοικίας) από την εκποίηση, μετά το οποίο η εξαίρεση αυτή είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (βλ. Αθ. Κρητικό, ο.π. σελ. 148 – αρ. 16), με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων (η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, προσαυξημένη κατά 50%) και εφόσον α) Υπάρχει ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της για το οποίο υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση, β) η αιτούσα έχει εισόδημα που δεν υπερβαίνει το 170% των ευλόγων δαπανών διαβίωσης (1.788,00 ευρώ οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης x 70%3.039,60 ευρώ) εφόσον αυτό ανέρχεται στο ποσό των 1.128,32 ευρώ (βλ. αρθρ. 9 παρ. 2 που παραπέμπει στο αρθρ. 5 παρ. 3 ως προς τον καθορισμό των δαπανών διαβίωσης σε συνδυασμό με απόφαση ΤτΕ 5/15.12.2015 ΦΕΚ 2740), γ) Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας της δεν υπερβαίνει το ποσό των 180.000,00 ευρώ, προσαυξημένη αναλόγως για έγγαμο οφειλέτη (βλ. φύλλο υπολογισμού αντικειμενικής αξίας ακινήτου) και δ) η πιστώτρια στα πλαίσια του αρθρ. 338 ΚΠολΔ δεν επικαλέστηκε ούτε απέδειξε, ως όφειλε, ότι η αιτούσα δεν ήταν συνεργάσιμη δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών, αφού δεν παραστάθηκε στη συζήτηση. Επίσης, βάσει του αρθρ. 9 παρ. 2 εδ β’ η αιτούσα έχει διαμορφώσει το σχέδιο διευθέτησης οφειλών της με τέτοιο τρόπο ώστε για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της προβλέπει ότι αποπληρώνει αφενός μεν το μέγιστο της ικανότητας αποπληρωμής, αφετέρου δε ότι θα καταβάλλει τέτοιο ποσό ώστε η πιστώτριά της να βρίσκεται στην ίδια οικονομική θέση σε σύγκριση με την ικανοποίησή της από τυχόν εκποίηση της κατοικίας από αναγκαστική εκτέλεση.
Συνεπώς, σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, έχει η εμπορική αξία αυτής μειωμένη κατά τα έξοδα της εκτέλεσης, ενώ για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, που κατάσχεται, λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης. Η αξία αυτή ορίζεται και ως τιμή πρώτης προσφοράς με βάση τη διάταξη του αρθρ. 993 παρ. 2 και 995 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015. Πριν επέλθει η τροποποίηση αυτή ίσχυε η κατ’ εκτίμηση αξία από το δικαστικό επιμελητή ή τον προσληφθέντα πραγματογνώμονα, η οποία δεν μπορούσε να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και ο προσδιορισμός της τιμής πρώτης προσφοράς γινόταν στα 2/3 της εκτιμηθείσας αξίας ή στην αντικειμενική αξία αντίστοιχα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα και δεν καταλαμβάνει στο ρυθμιστικό πεδίο της την υπό κρίση αίτηση. Περαιτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος εξέδωσε την υπ’ αριθ. 54/2015 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής, αλλά δεν έχει εισέτι δημιουργηθεί βάση δεδομένων που προβλέπεται στο κεφάλαιο Β άρθρο 6 της ανωτέρω Πράξης και το Δικαστήριο με βάση την επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα της πραγματικής εμπορικής αξίας ισαξίων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την παλαιότητα του ακινήτου, προσδιορίζει την εμπορική αξία της ανωτέρω κύριας κατοικίας της αιτούσας στο ποσό των25.000,00 ευρώ. Αφαιρώντας δε τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης (ήτοι αμοιβές δικαστικών επιμελητών, αμοιβή συμβολαιογράφου, κόστος δημοσίευσης, αποζημιώσειςΥποθηκοφυλακείου) που από το Δικαστήριο υπολογίζονται σε2.500,00 ευρώ, το ελάχιστο ποσό που θα λάμβανε η πιστώτρια σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης και πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας της αιτούσας ανέρχεται σε 22.500,00 ευρώ(βλ. σχετ. για τα ανωτέρω και ΕιρΘες 3534/2017 αδημ). Το ανωτέρω ποσό υποχρεούται να καταβάλλει η αιτούσα για χρονικό διάστημα 20 ετών (240 μηνών), ήτοι ποσό 93,75 ευρώ μηνιαίως και για 240 μήνες, λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των χρεών της, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της, ενώ η μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο ίδιο ποσό. Το ποσό αυτό θα καταβάλλεται σύμμετρα στις δύο απαιτήσεις τις πιστώτριας. Οι δε μηνιαίες δόσεις θα αρχίσουν να καταβάλλονται ένα (1) μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, καθώς περίοδος Χάριτος δεν μπορεί να δοθεί στην αιτούσα. Τούτο διότι η παρ. 3 του αρθρ. 62 του Ν. 4549/2018, η οποία και εισήγαγε αλλαγές στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 (παρ. 2α και 2β), κατήργησε πλέον τη δυνατότητα χορήγησης περιόδου Χάριτος μεταξύ του χρόνου ισχύος των δύο διατάξεων του αρθρ. 8 και 9 και εφαρμόζεται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αιτήσεις, οι οποίες καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 4346/2015 (βλ. παρ. 2α και 2β του αρθρ. 9, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρ. 62 Ν.4549/2ΟΙ8, ΦΕΚ A’ 105/14.6.2018, και, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 68 του αυτού νόμου, εφαρμόζεται και στις δίκες, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του). Τέλος, η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα πρέπει να γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος που θα αναπροσαρμόζεται με επιτόκιο αναφοράς των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος. Μετά και τη ρύθμιση αυτή, παρατηρείται ότι το υπόλοιπο μέρος των οφειλών της αιτούσας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθώς ούτε λοιπά εισοδήματα διαθέτει ούτε περιουσιακά στοιχεία προς εκποίηση. Άλλωστε η παρούσα απόφαση συσχετίζει με εύλογο τρόπο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα συμφέροντα τόσο της αιτούσας όσο και της μετέχουσας στη δίκη πιστώτριας σε σχέση με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατά την ουσιαστική της πλευρά και να ρυθμιστούν οι αναφερόμενες στην αίτηση αυτή οφειλές της αιτούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Η ρύθμιση αυτή ισχύει με την προϋπόθεση της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στην αιτούσα με την απόφαση αυτή (άρθρ. 11 παρ. 1 Ν. 3869 / 2010) και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποίησής της. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρ. 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει. Τέλος, παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της πιστώτριας, που δικάσθηκε ερήμην δεν ορίζεται καθώς δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (άρθρο 14 του Ν.
3869/2010).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της μετέχουσας στη δίκη πιστώτριας.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας.
ΟΡΙΖΕΙ μηδενικές μηνιαίες καταβολές για την αιτούσα και για χρονικό διάστημα τριάντα έξι (36) μηνών, αρχής γενομένης από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης ως προς τις καταβολές του αρθρ. 8 παρ. 2.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι την ψιλή κυριότητα επί μίας διώροφης κατοικίας έτους κατασκευής 1953 στην οδό ………………..αποτελούμενης από ισόγειο εμβαδού 37,00 τμ και 1ου ορόφου εμβαδού 37,00 τμ, ήτοι συνολικού εμβαδού 62,90 τμ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση νακαταβάλλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της το συνολικό ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων (22.500,00) ευρώ, ήτοι ενενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (93,75 ευρώ) μηνιαίως και για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών (240 μηνών). οι καταβολές αυτές θα ξεκινήσουν μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της παρούσας και θα καταβάλλονται το πρώτο _πενθήμερο εκάστου μηνός σύμμετρα στις δύο απαιτήσεις της πιστώτριας. οι καταβολές αυτές θα πραγματοποιούνται χωρίς ανατοκισμό με το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς τωνΠράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης το αναφερόμενο στο σκεπτικό κινητό περιουσιακό στοιχείο της αιτούσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, αφού παραδόθηκε καθαρογραμμένη σε πρωτότυπη και ηλεκτρονική μορφή, στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3.1.2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας.