Γράφει ο Μιχαήλ Ζηδιανάκης, Δικηγόρος – Διαμεσολαβητής
Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων καταναλωτών έλαβαν κυρίως μεταξύ του χρονικού διαστήματος από το 2006 έως το 2009 στεγαστικά δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο (CHF), με βασικότερο κριτήριο επιλογής το σημαντικά χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο αναφοράς Libor εν αντιθέσει με το υψηλότερο Euribor.
Στην επιλογή τους αυτή, οι δανειολήπτες προχωρούσαν έπειτα από διαβεβαίωση των Τραπεζών, ότι η ισοτιμία ήταν ευνοϊκή για το ευρώ και τα δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο, καθώς και ότι αυτή θα παρέμενε σταθερή βάσει προγενέστερων ιστορικών στοιχείων.
Κατ’ ουσία, στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αποδέχεται ο δανειολήπτης τη ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο. Αυτό σημαίνει ότι η εξόφληση του δανείου θα πρέπει να γίνεται σε νόμισμα ελβετικού φράγκου με την ισοτιμία που θα έχει το ελβετικό φράγκο έναντι του ευρώ κατά την πληρωμή της εκάστοτε δόσης.
Ωστόσο, καθώς τα τελευταία χρόνια άλλαξε η ισοτιμία ευρώ ελβετικού φράγκου με σημαντική υποτίμηση του ευρώ, οι δανειολήπτες που έλαβαν τα εν λόγω δάνεια κατέληξαν να οφείλουν υπέρογκα ποσά, παρότι ήταν συνεπείς και πλήρωναν κανονικά τις δόσεις των δανείων τους.
Αντίθετα, τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτοντας επαρκή τεχνογνωσία και έχοντας πρόσβαση στα διεθνή οικονομικά δεδομένα είχαν φροντίσει να αντισταθμίσουν αποτελεσματικά το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο κατά την εκταμίευση του ποσού των δανείων, παραλείποντας βέβαια να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για την πιθανολογούμενη κατάρρευση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος.
Η συγκεκριμένη πρακτική των τραπεζών, η οποία έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις εξαιτίας των αποτελεσμάτων της και των συνεπειών εις βάρος των δανειοληπτών συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας που οι τράπεζες έχουν έναντι των καταναλωτών, σύμφωνα με όσα ορίζουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 281, 288).
Επιπροσθέτως, με το άρθρο 25 του ν. 3606/2007 ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2004/39/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, δυνάμει της οποίας ορίστηκαν κανόνες για την προστασία των συμβαλλομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα ενώ υποχρεώνει τα τελευταία να παρέχουν «ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες», να παρέχουν στους πελάτες τους «κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης».
Οι δανειακές αυτές συμβάσεις, ωστόσο, εμπίπτουν και στο πεδίο του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», με τον οποίο αναγνωρίζεται η ισχύς των τραπεζικών ιδρυμάτων έναντι των καταναλωτών αναφορικά με τη διαπραγματευτική ικανότητα των μερών, αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες δανειακές συμβάσεις εμπεριέχουν προδιατυπωμένους όρους, τους οποίους οι συμβαλλόμενοι δανειολήπτες αδυνατούν να τροποποιήσουν.
Στο παρόν άρθρο θα ακολουθήσει μια ανάλυση του ζητήματος των δανείων σε ελβετικό φράγκο μέσα από την παράθεση των πρόσφατωννομολογιακών εξελίξεων των ελληνικών δικαστηρίων καθώς και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Από τις βασικότερες αποφάσεις αποτελεί η υπ’ αριθ. 4/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την αίτηση αναίρεσης δανειολήπτριας σε ελβετικό φράγκο, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.
Σημειώνεται ότι η απόφαση ελήφθη μεν με μεγάλη πλειοψηφία, ωστόσο και στους δύο λόγους αναιρέσεως υπήρξε μειοψηφία από αρκετούς ανώτατους δικαστές του Αρείου Πάγου.
Στην προκείμενη περίπτωση, η δανειολήπτρια, η οποία ισχυρίστηκε ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας ουδέποτε την ενημέρωσαν επαρκώς, ως όφειλαν, για τους κινδύνους από τη μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ζητούσε πρώτον,να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος της δανειακής σύμβασης που προέβλεπε ότι
«ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής», δεύτερον, να αναγνωρισθεί ως μόνη ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλόμενου σε ελβετικά φράγκα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων,
όπως ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου, δηλαδή η ισοτιμία 1 προς 1,6215 και τέλος, να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της οφειλής της προς την εναγόμενη, βάσει της επίδικης δανειακής σύμβασης, καθώς και ότι η εναγόμενη ουδεμία χρηματική απαίτηση διατηρεί εναντίον της από τη σύμβαση αυτή.
Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου «Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994.[..]
Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου.
Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής.
Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.
Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου.
Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ,
παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1- 2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής».
Ο Άρειος Πάγος έκρινε, δηλαδή, ότι εφόσον ο επίμαχος συμβατικός όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου – ήτοι είναι δηλωτικός αυτής –, τότε εξ ορισμού αποκλείεται ο όρος αυτός από τον έλεγχο του Ν. 2251/1994 ενώ επεσήμανε ότι ο όρος αυτός δεν υποδηλώνει διαζευκτική παροχή καθώς οφείλεται μόνο μια, αυτή στο ξένο νόμισμα με απλή ευχέρεια του οφειλέτη να την εκπληρώσει και σε ευρώ.
Καθώς ο επίμαχος αυτός όρος κρίθηκε ως δηλωτικός και άρα μη καταχρηστικός από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το αίτημα αναίρεσης της δανειολήπτριας απορρίφθηκε.
Εν προκειμένω, ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώμη της μειοψηφίας του Δικαστηρίου, η οποία διατύπωσε ότι: «[..] ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, διότι η εξαίρεση αυτή, η οποία δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ερμηνευτικά ότι εμπεριέχεται στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994.
Αν ο εθνικός νομοθέτης ήθελε τη μεταφορά του, θα το έπραττε με ρητό και ειδικό τρόπο, σε κάθε δε περίπτωση οι εξαιρέσεις από τον κανόνα (ότι όλοι οι ΓΟΣ πρέπει να ελέγχονται για καταχρηστικότητα) πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ώστε να μη φαλκιδεύεται ο κανόνας αυτός.
Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι η Οδηγία 93/13/ΕΚ προέβη σε μερική μόνο κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 του Προοιμίου της, παρέχοντας με το άρθρο 8 αυτής εξουσιοδότηση στα κράτη να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από αυτήν, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.
Τούτο επιτυγχάνεται με τη μη μεταφορά διατάξεων της Οδηγίας που περιορίζουν το πεδίο προστασίας του καταναλωτή, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, που δεν μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, παρά τις διαδοχικές, τροποποιήσεις του ν. 2251/1994.
Έτσι, εφόσον υπήρξε σκόπιμη παράλειψη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, αυτή (Οδηγία), κατά τη μη μεταφερθείσα διάταξή της, δεν παράγει άμεσο οριζόντιο (μεταξύ ιδιωτών) αποτέλεσμα, ούτε είναι δυνατή η σύμφωνη προς το πνεύμα και τους σκοπούς της Οδηγίας ερμηνεία του εθνικού δικαίου και δη της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994),
αφού θα προκαλούσε απομείωση της μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του ν. 2251/1994 (με τη μη μεταφορά της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας) και συνεπώς θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.».
Αναμφίβολα, η απόφαση αυτή του Άρειου Πάγου δυσαρέστησε τους απανταχού δανειολήπτες των δανείων σε ελβετικό φράγκο, καθώς εξανεμίστηκαν οι ελπίδες τους για περιορισμό των συνεπειών που είχαν υποστεί από την αλλαγή της ισοτιμίας του συναλλάγματος.
Ωστόσο, η σημασία της εν λόγω απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι τα ελληνικά δικαστήρια, εν προκειμένω, ο Άρειος Πάγος δεν προχώρησε στη διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), πριν απορρίψει τους ισχυρισμούς της δανειολήπτριας.
Το ζήτημα αυτό τίθεται καθώς θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί ιδιαιτέρως κρίσιμη η συμβολή του ΔΕΕ στην επίλυση του σύνθετου αυτού ζητήματος, το οποίο αγγίζει όχι μόνο δανειολήπτες δανείων ελβετικού φράγκου στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πιθανή μια θετική έκβαση για τις υποθέσεις των τελευταίων.
Κατωτέρω θα γίνει αναφορά σε ορισμένες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, οι οποίες έχουν κάνει δεκτές τις αγωγές των δανειοληπτών, δικαιώνοντας τους.
Στην υπ’ αριθ. 334/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε έπειτα από συλλογική αγωγή, το δικαστήριο έκρινε ότι η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να δέχεται τις μηνιαίες πληρωμές δόσεων με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την εκταμίευση του δανείου και, επίσης, ότι έχει την υποχρέωση να προχωρήσει στον συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, δηλαδή των τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους των δανειοληπτών, με βάση την ισοτιμία ευρώ ελβετικού κατά τον χρόνο εκταμίευσης του καθενός δανείου.
Ειδικότερα, ορίστηκε, όπως διατυπώνεται στο διατακτικό: «να απαγορευτεί στην εναγομένη στο μέλλον να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές με καταναλωτές στο πλαίσιο συμβάσεων δανείων σε ελβετικό φράγκο ή με ρήτρα ελβετικού φράγκου τους επίδικους γενικούς όρους συναλλαγών.
Επίσης, πρέπει να απαγορευτεί στην εναγομένη να αποκρούει την εκ μέρους των δανειοληπτών καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων σε CHF στο ισόποσο τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας € /CHF κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε €,
καθώς και να απαγορευτεί στην εναγομένη η καταγγελία των συμβάσεων των δανείων, εάν οι δανειολήπτες καταβάλουν τα ποσά των τοκοχρεωλυτικών δόσεων σε CHF στο ισόποσο τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας € /CHF κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε €, ενώ οφείλει να ανέχεται εκ μέρους των καταναλωτών την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων ή την καταβολή εξόφλησης μερικώς ή εφάπαξ του δανείου σε CHF στο ισόποσο τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας €/CΗF κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε €.
Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να παραλείπει να επιδιώκει την τμηματική ή την μερική ή την ολική εξόφληση των χορηγήσεων αυτών επί τη βάσει της τρέχουσας τιμής πώλησης του χορηγηθέντος νομίσματος κατά την ημέρα της καταβολής, αλλά μόνο επί της ισοτιμίας €/CHF κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου και σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να παραλείπει να μετατρέπει το όποιο προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο σε ευρώ,
με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταγγελίας, ενώ, επιπλέον, υποχρεώνει την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, ήτοι τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους των δανειοληπτών, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του Ελβετικού Φράγκου σε Ευρώ με βάση την ισοτιμία ευρώ-Ελβετικού Φράγκου κατά τον χρόνο εκταμίευσης έκαστου δανείου, άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο.».
Η εν λόγω απόφαση ασχολήθηκε με τους συμβατικούς όρους, οι οποίοι αφορούσαν την υποχρέωση καταβολής των δόσεων για την εξυπηρέτηση του δανείου είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ και διατυπώνονταν ως εξής: «Εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/νται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής» (§ 2)
«Εφόσον το Δάνειο χορηγήθηκε κατά ένα μέρος σε Euro και κατά το υπόλοιπο σε συνάλλαγμα, το ποσό των κάθε μορφής εισπράξεων σε εξόφληση των από το δάνειο υποχρεώσεων, σε περίπτωση αμφιβολίας, φέρεται σε εξόφληση των Euro και συναλλαγματικών υποχρεώσεων με την ίδια αναλογία Euro/συναλλαγματικής χρήσης».
Κατά την επισκόπηση του, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι ανωτέρω όροι είναι μεν αντιληπτοί από γραμματική άποψη, ωστόσο δεν είναι σαφείς και κατανοητοί, αφού δεν ενημερώνουν το μέσο καταναλωτή για τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας καθώς και για τις ιδιαιτερότητες αυτού, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προβλέψει και άρα να λάβει γνώση του κινδύνου, που συνοδεύει τα εν λόγω δάνεια. Εξ αυτού του λόγου, κρίνει ότι οι όροι αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην αρχή της διαφάνειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 § 2, 6 και 7 του ν. 2251/1994.
Επιπλέον, σημειώνει ότι ούτε η ενημέρωση, στην οποία προχώρησε η Τράπεζα δεν πληρούσε τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες, εφόσον δεν περιείχε κατανοητούς όρους σχετικά με το βάρος του κινδύνου που έφεραν οι δανειολήπτες. Ειδικότερα, επεσήμανε ότι: «Αν και η έννοια της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» είναι πασίδηλη και οικεία στην καθημερινότητα είτε με την αγορά εισαγόμενων προϊόντων είτε ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο, όταν συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο καθορισμού των δόσεων και του κεφαλαίου των επίδικων δανείων όχι μόνο για μία φορά, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γι’ αυτό και η υποχρέωση ενημέρωσης και πληροφόρησης της τράπεζας δεν πρέπει να περιορίζεται εν προκειμένω σε μια αφηρημένη ή γενική αναφορά για τον συναλλαγματικό κίνδυνο.
Πρέπει να εξειδικεύεται σε ένα πλήθος καθηκόντων, όπως ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά και τις γνώσεις, που πρέπει να έχει ο πελάτης, για να επιλέξει ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, προειδοποίηση για τους κινδύνους, που μπορούν να ανακύψουν, με την παράθεση, μάλιστα, παραδειγμάτων δυσμενούς εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνουν εύληπτοι και κατανοητοί οι κίνδυνοι κυρίως για τον δανειολήπτη και όχι μόνο για την τράπεζα».
Παρέλειψε, επομένως, να δώσει επαρκείς και ουσιώδεις πληροφορίες, οι οποίες θα ήταν κρίσιμες για τη λήψη της ορθής απόφασης από το δανειολήπτη. Μάλιστα, όπως, τονίστηκε στην απόφαση: «η εναγόμενη και μετά την υπογραφή της σύμβασης δεν αποσαφήνιζε την ανάληψη συγκεκριμένου ρίσκου λόγω της μη σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, αντιθέτως, παρουσίαζε με έμφαση και υπογράμμιζε τη φράση στο συνολικό κείμενο της ως άνω επιστολής “…και παραμένει σταθερή για όλη τη διάρκεια του δανείου”».
Η υπ’ αριθ. 457/2017 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, εξεδόθη, έπειτα από ατομική αγωγή δανειολήπτη, κάνοντας δεκτή την αγωγή του και κρίνοντας ότι η εξόφληση του δανείου έπρεπε να γίνει με την ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ, όπως αυτή ίσχυε όταν συνομολογήθηκε το δάνειο.
Πιο συγκεκριμένα, δέχτηκε ότι αν και η Τράπεζα είχε σχετική υποχρέωση δεν αξιολόγησε τη δανειοληπτική ικανότητα της ενάγουσας, όπως όφειλε να πράξει, εξετάζοντας κατά πόσο είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο από την ανάληψη του δανείου αυτού. Μάλιστα, η σχετική απόφαση τονίζει ότι: «το γεγονός ότι η ενάγουσα είναι καθηγήτρια και έχει πτυχίο Πανεπιστημίου δεν σημαίνει ότι ήταν σε θέση, ως μέσος καταναλωτής, να αντιληφθεί από μόνη της τους κινδύνους της επίδικης σύμβαση».
Εκτός του ότι η Τράπεζα δεν διαπίστωσε ενδελεχώς αν δύναται να φέρει το βάρος του επίμαχου δανείου η δανειολήπτρια, όχι μόνο δεν την απέτρεψε, αλλά δεν την ενημέρωσε επαρκώς σχετικά με τους κινδύνους που αναλάμβανε. Αντίθετα, το δικαστήριο επεσήμανε ότι:
«Η από θέση ασκούμενη πειθώ της τράπεζας για την ασφάλεια του «προϊόντος», ο καλλιεργηθείς ενθουσιασμός και η προσέλκυση της καταναλώτριας ενάγουσας με μεμονωμένες και ασαφείς φράσεις, όπως ειδικά αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν άφηναν περιθώρια σοβαρής ανησυχίας και ορθολογικού υπολογισμού των κινδύνων από την τελευταία.
Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα παρέλειψε να δώσει ουσιώδεις πληροφορίες, κρίσιμες για τη λήψη σωστής απόφασης από τον μέσο καταναλωτή.».
Συνεπεία των ανωτέρω, το Εφετείο Ναυπλίου κατέληξε ότι οι προκείμενοι όροι συνιστούν απροσδόκητες και αιφνιδιαστικές ρήτρες, δημιουργώντας εσφαλμένη εντύπωση στο δανειολήπτη σχετικά με το ύψος του κεφαλαίου, το οποίο είναι και το μόνο, το οποίο εξετάζει ο μέσος καταναλωτής, προσμένοντας ότι όσο εξυπηρετεί το δάνειο τόσο η συνολική οφειλή του θα μειώνεται.
Ωστόσο, όπως γίνεται αντιληπτό, σε αυτές τις περιπτώσεις δανείων, οι αρνητικές μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών οδηγούν σε αύξηση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές του δανειολήπτη προς εξόφληση του δανείου.
Καταλήγοντας, διατύπωσε ότι οι όροι αυτοί είναι άκυροι και επειδή είναι αόριστοι, με άμεση συνέπεια το συνολικό κόστος δανεισμού να παραμένει αόριστο, διότι, διακυμαίνεται το θεμέλιο της παροχής, δηλαδή το ίδιο το κεφάλαιο, που καλείται να επιστρέφει ο δανειολήπτης. Ως εκ τούτου, δεχόμενο ότι ουδέποτε η ενάγουσα – δανειολήπτρια αντιλήφθηκε σε βάθοςτην πραγματική λειτουργία των επίδικων όρων της σύμβασης, αλλά στην ουσία αγνοούσε την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, που θα αναλάβει, έκανε δεκτή την έφεση κα την αγωγή.
Η πολύ πρόσφατη υπ’ αριθ. 1599/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αποτελεί μια ιδιαιτέρως σημαντική εξέλιξη στην υπόθεση των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη εκδοθεί η ανωτέρω παρατιθέμενη υπ’ αριθ. 4/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, το Πρωτοδικείο Αθηνών, ακολουθώντας τη γνώμη της μειοψηφίας του Αρείου Πάγου, υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με το ζήτημα των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται στις προκείμενες συμβάσεις δανείου ελβετικού φράγκου, αναβάλλοντας την έκδοση από αυτό απόφασης.
Η απόφαση αυτή τυγχάνει ιδιαιτέρως θετική για τους δανειολήπτες, καθώς είναι η πρώτη φορά που ελληνικό δικαστήριο υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ένωσης για αυτής της φύσεως των υποθέσεων και τα ειδικότερα ζητήματα που εγείρουν.
ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ
Στο πεδίο του ευρωπαϊκού δικαίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 2019, στην υπόθεση C 260/18, KamilDziubak, JustynaDziubak κατά Raiffeisen Bank International AG.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι δανειολήπτες συμβλήθηκαν με πολωνική τράπεζα, υπογράφοντας σύμβαση δανείου σε πολωνικά ζλότι (PLN), αλλά με ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, ήτοι σε ελβετικό φράγκο (CHF). Οι κανόνες περί μετατροπής του εγχώριου νομίσματος στο ξένο νόμισμα καθορίζονταν από τον κανονισμό περί χορηγήσεως ενυπόθηκων δανείων που χρησιμοποιούσε η πολωνική τράπεζα και ο οποίος ενσωματώθηκε στην σύμβαση.
Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε ότι η διάθεση του δανείου πραγματοποιείται σε πολωνικά διότι επί τη βάσει συναλλαγματικής ισοτιμίας τουλάχιστον ίσης προς την τιμή αγοράς πολωνικών ζλότι και ελβετικού φράγκου, η οποία μνημονευόταν στο δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών που εφαρμοζόταν στην εν λόγω τράπεζα κατά τον χρόνο αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων.
Επιπλέον, κατά τον κανονισμό, οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του εν λόγω δανείου εκφράζονται σε ελβετικά φράγκα και αφαιρούνται από τον τραπεζικό λογαριασμό σε πολωνικά ζλότικατά την ημερομηνία κατά την οποία τα ποσά αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα, αυτή τη φορά βάσει της τιμής πωλήσεως πολωνικών ζλότι και ελβετικού φράγκου, που αναγράφεται στο εν λόγω δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Οι δανειολήπτες άσκησαν αγωγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, αιτούμενοι την αναγνώριση της ακυρότητας της εν λόγω δανειακής σύμβασης, διότι οι ανωτέρω αναφερόμενες ρήτρες σχετικές με τον μηχανισμό μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα ήταν καταχρηστικές δυνάμει της οδηγίας σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (οδηγία 93/13/ΕΟΚ). Υποστήριξαν, λοιπόν, ότι οι περιεχόμενες αυτές ρήτρες ήταν παράνομες, καθώς επέτρεπαν στην πολωνική τράπεζα να καθορίζει ελεύθερα και αυθαίρετα τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Το πολωνικό δικαστήριο, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), διερωτώμενο αν μετά την απάλειψή των καταχρηστικών όρων, μπορούν αυτοί να αντικαθίστανται με εθνικές διατάξεις, οι οποίες δεν είναι ενδοτικού δικαίου, αλλά γενικού χαρακτήρα και οι οποίες παραπέμπουν σε κανόνες κοινωνικής συμβιώσεως και σε συναλλακτικά ήθη, αναφερόμενο στην υπόθεση
C-26/13, ÁrpádKásler, HajnalkaKáslernéRábaiκατά OTP JelzálogbankZrt και στην εκδοθείσα στις 30 Απριλίου 2014 απόφαση του ΔΕΕ. Στην τελευταία αυτή απόφαση, το ΔΕΕ είχε καταλήξει ότι ο εθνικός δικαστής μπορεί να εφαρμόζει αντί καταχρηστικής ρήτρας διάταξη του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποκαθιστά την ισορροπία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων και να διατηρεί το κύρος της συμβάσεως.
Εν προκειμένω, το ΔΕΕ αναγνώρισε ρητά τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων της Πολωνίας, αφού διαπιστώσουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών συμβάσεως δανείου, να κρίνει ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται χωρίς αυτές τις ρήτρες, διότι η απάλειψη τους θα οδηγούσε στη μεταβολή της φύσεως του κύριου αντικειμένου της συμβάσεως, δίνοντας τη δυνατότητα να μετατρέπουν το νόμισμα στα στεγαστικά δάνεια που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες σχετιζόμενες με το ξένο νόμισμα από το τελευταίο στο εθνικό νόμισμα.
Η απόφαση αυτή αποτέλεσε σε ευρωπαϊκό πλαίσιο σταθμό για τα δάνεια ελβετικού φράγκου κατά των τραπεζών, ανοίγοντας δίοδο για την έκδοση και άλλων τέτοιων αποφάσεων και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα τραπεζικά ιδρύματα κάνοντας χρήση της πρακτικής του δανεισμού σε ξένο νόμισμα αποκόμισαν υπέρμετρα κέρδη εις βάρος των δανειοληπτών.
Τέλος, σημειώνεται ότι έχει ήδη ασκηθεί από δανειολήπτες ελβετικού φράγκου αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αιτούμενοι την αποζημίωση τους από το Ελληνικό Δημόσιο για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παραβίαση της οδηγίας93/13/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης«περί προστασίας των καταναλωτών».
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, εκδίδοντας την υπ’ αριθ. 3607/2020, αποφάσισε την αναστολή της ενώπιον του δίκης, μέχρι να δημοσιευθεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία θα αποφανθεί σχετικά με την θεμελίωση ή μη της αστικής ευθύνης του ελληνικού δημοσίου.
Επικοινωνήστε μαζί μας
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στα δικηγορικά μας γραφεία:
Αθήνα: 21 0958 5365
Θεσσαλονίκη: 2310500442
Περαία Θεσσαλονίκης: 2392181200