Με την υπ’ αριθμόν 3028/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, το δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση του εντολέα μας για υπαγωγή του στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 («νόμος Κατσέλη»).
Ειδικότερα, ο αιτών είναι διαζευγμένος με δυο ενήλικα τέκνα και δημιούργησε οφειλές προς την πιστώτριαύψους 31.961 ευρώ. Εργάζεται περιστασιακά 6 μήνες το χρόνο λαμβάνοντας μισθό 613,40 ευρώ κατά τους μήνες αυτούς ενώ τον υπόλοιπο καιρό λαμβάνει το επίδομα ανέργων από τον ΟΑΕΔ. Μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο αποτελεί το ΙΧ αυτοκίνητό του το οποίο και εξαιρείται της εκποιήσεως.
Η δόση που καλούνταν να καταβάλλει ο εντολέας μας για τις οφειλές του στην πιστώτρια ανέρχονταν στο ποσό των 295,50 ευρώ το μήνα. Το δικαστήριο ρύθμισε την οφειλή του και του επέβαλε μηνιαίες καταβολές ύψους 40,00 ευρώ για τα επόμενα τρία έτη και με το πέρας αυτών απαλλάσσεται και από το υπόλοιπο των χρεών του. Τη δικαστική εκπροσώπηση ανέλαβε ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Ζηδιανάκης.
Παρακάτω παρατίθεται η απόφαση:
ΑΡΙΘΜΟΣ 3028/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας ν. 3869/2010
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Βασιλική ….., που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου, παρουσία και του γραμματέως Ε……….
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την Ιη Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:……………του………κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ……αρ. …..Γ’ Κτίριο-……, με Α.Φ.Μ. ……….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Μιχαήλ Ζηδιανάκη του Δημητρίου (Α.Μ. …….), κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός …….αρ. …..
ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρ. 5 του ν. 3869/2010 και αρθρ. 748 παρ. 2 ΚΠολΔ): ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ………..
και το διακριτικό τίτλο ………που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….αρ. ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της ………….του ……….. (Α.Μ. ……), κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός…………
Ο αιτών, με την υπ’ αριθμ.εκθ.καταθ. 3821/06-04-2017 αίτηση που κατέθεσε στο δικαστήριο τούτο, ζητά να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτήν.
Για τη συζήτηση της παραπάνω αίτησης ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο.Όι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 1 παρ. 1 ν. 3869/2010 «για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», ως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τον ν. 4336/2015 «φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για την ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου». Σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα και μάλιστα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Σύμφωνα δε, με το νόμο ως αδυναμία πληρωμής νοείται η έλλειψη ρευστότητας, δηλαδή η έλλειψη των χρημάτων που απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκριθεί στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω κι αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Η μονιμότητα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών είναι δυνατόν να οφείλεται σε διάφορα αίτια όπως π.Χ. απόλυση από την εργασία και περιέλευση σε κατάσταση ανεργίας χωρίς να διαφαίνεται επί του παρόντος δυνατότητα για ανάληψη νέας εργασίας. Αν πρόκειται για αδυναμία πληρωμής είναι πραγματικό ζήτημα το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον. Για τον έλεγχο της αδυναμίας πληρωμής θα υπολογιστούν τα εισοδήματα του οφειλέτη και θα αφαιρεθούν από αυτά τα ποσάκάλυψης των βιοτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του, ήτοι των εξόδων για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, οίκηση, θέρμανση, υδροδότηση, ηλεκτροφωτισμό, μετακίνηση και όσα είναι αναγκαία για συντήρηση, διατροφή, εκπαίδευση και γενικότερη μόρφωση, ψυχαγωγία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ασφάλιση ή νοσηλεία του οφειλέτη και της οικογένειάς του. Για τον ορισμό των μελών της οικογένειας του οφειλέτη τα οποία ως προστατευόμενα, θα επηρεάσουν το τελικό ύψος της κάλυψης των βιοτικών αναγκών του απαιτείται αναδρομή στους ορισμούς και τις έννοιες του οικογενειακού δικαίου (αρθρ. 1485 επ. ΑΚ). Πρόσωπα που έχουν υποχρέωση διατροφής έναντι του οφειλέτη, επηρεάζουν το ποσό κάλυψης των βιοτικών αναγκών του, καθώς η υποχρέωση διατροφής των προσώπων αυτών προβλέπεται εκ του νόμου και υπερισχύει της συμβατικής υποχρέωσης του οφειλέτη να αποπληρώσει τους πιστωτές του. Στην έννοια των δαπανών κάλυψης των βιοτικών αναγκών πρέπει να συνυπολογίζεται και η κάλυψη των εν γένει εξαιρετέων απαιτήσεων, καθώς η μη καταβολή φόρων μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαστική εκτέλεση από το Δημόσιο και σε απώλεια π.χ. της κύριας κατοικίας (βιοτική ανάγκη οίκησης), παρά την προστασία του αρθρ. 9 παρ. 2. Επίσης, η μη καταβολή των χρεών εκ φόρων ή ασφαλιστικών εισφορών (ν. 2523/ 1997, π.δ. 86/ 1967) προκαλεί στερητικές της ελευθερίας κυρώσεις. Πρέπει συνεπώς, τα παραπάνω ανελαστικά έξοδα να συνυπολογίζονται στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη και να αφαιρούνται από τα ποσά που καλείται να καταβάλλει στους πιστωτές του, διότι σε αντίθετη περίπτωση, η μη κάλυψη τους θα οδηγήσει είτε σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας του από τους δανειστές των εξαιρετέων απαιτήσεων, είτε σε αναγκαστική ικανοποίησή τους εις βαρος των πιστωτών που έχουν ενταχθεί στη διαδικασία του ν. 3869/2010. Έτσι, ο οφειλέτης θα εκπέσει της διαδικασίας κατ’ αρθρ. 11 παρ. 2. (βλ. Ι. Βενιέρης, εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, εκδ. 2016, σελ. 492-5) Επομένως, για να υπαχθεί o οφειλέτης στις διατάξεις του νόμου θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) ο οφειλέτης να βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής και 2) η αδυναμία πληρωμής των χρεών να είναι γενική. Τούτο συνεπάγεται ότι το υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να δύναται να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του προς τους πιστωτές και έτσι να μη συντρέχει στο πρόσωπό του η ουσιαστική προϋπόθεση περί ύπαρξης μόνιμης αδυναμίας πληρωμής. Σημειωτέον ότι η αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη πρέπει να μην οφείλεται σε δόλο αυτού, που μπορεί να λάβει τη μορφή του άμεσου ή του ενδεχόμενου δόλου. Ενώ, κατά την εξέταση της υπαιτιότητας του οφειλέτη ως προς την περιέλευσή του στην κατάσταση της αδυναμίας πληρωμών πρέπει να λαμβάνει ο δικαστής υπόψη του και καταστάσεις εκτός της σφαίρας επιρροής του οφειλέτη, που άλλαξαν τις συνθήκες και συνέτειναν στην αδυναμία πληρωμών του. Σημασία έχει αυτό αν η αλλαγή οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες ή ακόμα και παράγοντες εντός της σφαίρας επιρροής του οφειλέτη που όμως αυτός δεν μπορούσε να προβλέψει και να τους αποτρέψει. Άλλωστε, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο οφειλέτης δεν ενεργεί εκ των προτέρων στρατηγικά για να εκμεταλλευτεί την υπερχρέωσή του. Συνεπώς, η δολιότητα πρέπει να καταφάσκεται με πλήρη πεποίθηση και να συνυπολογίζονται όλοι οι παράγοντες που οδήγησαν τον οφειλέτη στη συγκεκριμένη κατάσταση. (βλ. Ι. ΒενιέρηςΘ,Κατσάς, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, εκδ. 2013, σελ. 93-94)
Ακολούθως σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 ν. 3869/2010, δεν αποκλείεται η εμφάνιση στην πράξη ακραίων ή εξαιρετικών περιπτώσεων οφειλετών, οι οποίοι έχουν πραγματική αδυναμία καταβολών και ελάχιστου ακόμη ποσού. Τούτο ενδεικτικά μπορεί να συμβεί σε περίπτωση χρόνιας χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη ανεργίας, σοβαρών προβλημάτων
υγείας του ίδιου ή άλλου μέλους της οικογένειας του, ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών ή άλλων λόγων ισοδύναμης βαρύτητας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν τηρείται o κανόνας που επιβάλλεται με την παρ. 2, αλλά επιτρέπεται στο δικαστήριο να καθορίζει μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές ακόμη καταβολές κατά τη διατύπωση του νόμου (άρθρ. 8 παρ. 5), εφόσον διατυπώνεται σχετικό αίτημα από τον οφειλέτη. Το δικαστήριο προβαίνοντας σε εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, ορίζει με την ίδια απόφαση νέα δικάσιμο που απέχει από την προηγούμενη όχι λιγότερο από πέντε (5) μήνες για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Στη νέα αυτή δικάσιμο είτε επαναλαμβάνει την προηγούμενη απόφαση του είτε προσδιορίζει εκ νέου καταβολές προς τα πάνω ή προς τα κάτω, αν συντρέχει περίπτωση. Για τη νέα δικάσιμο οι διάδικοι (οφειλέτες-πιστωτές) ενημερώνονται με δική τους επιμέλεια. Δηλαδή, από τη διάταξη του αρθρ. 8 παρ. 5 του νόμου προκύπτει ότι με τον καθορισμό ελάχιστων ή μηδενικών καταβολών από το δικαστήριο δεν εκκαθαρίζεται «οριστικά» το θέμα της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του, αλλά αναμένεται παρέλευση (μέχρι) των τριών (3) ετών και έλεγχος μήπως μέσα στο διάστημα αυτό αλλάζουν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα τυχόν εισοδήματα του, που θα δικαιολογήσουν νέο προσδιορισμό των καταβολών (βλ. Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ. 2012, σελ. 138-139). Η αναβολή αυτή και ο ορισμός με την ίδια απόφαση νέας δικάσιμου, δίνει εν τέλει στην εκδιδομένη απόφαση το χαρακτήρα της εν μέρει οριστικής απόφασης, με προσωρινή ισχύ, αφού η έκδοση της οριστικής αποφάσεως, θα είναι αυτή που θα αποφανθεί τελικά για την οριστική ρύθμιση των χρεών. Για την οποιαδήποτε παραβίαση αυτής της υποχρεώσεως του οφειλέτη που άφορα κυρίως το καθήκον του να ανεύρει εργασία δεν προβλέπεται κάποια ειδική κύρωση. Εάν όμως κωλυσιεργεί ως προς την ανάληψη εργασίας ή από δόλο ή από βαριά αμέλεια αποκρύψει στο μέλλον μεταβολές των εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων του δεν θα επέλθει μια ευνοϊκή μεταχείριση του οφειλέτη. Συνεπώς, και με βάση την ανωτέρω πρόβλεψη του v. 3869/2010 οι υπερχρεωμένοι πολίτες που έχουν περιέλθει μη δόλια σε αποδεδειγμένη μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους μπορούν πλέον να ρυθμίσουν με βάση τις πραγματικές τους δυνατότητες, την εξόφληση ενός μέρους των χρεών τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 236 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 22 παρ. 5 του ν. 3994/2011, το οποίο ισχύει και στην διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, αφού προσαρμόζεται στη διαδικασία αυτή και δεν αντιτίθεται στις διατάξεις που την ρυθμίζουν (άρθρ. 741 ΚΠολΔ) και κατά την διάταξη του άρθρ. 751 του ΚΠολΔ μεταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων. Επομένως, στην εκούσια δικαιοδοσία ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει και να διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση και καταχώρησή της στα πρακτικά (άρθρ. 224, 236 ΚΠολΔ) αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη ή τρίτων. Συνεπώς, στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η παράλειψη αναφοράς γεγονότων που συνιστούν τις προϋποθέσεις του ζητούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δεν προκαλούν το απαράδεκτο της αιτήσεως. Στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας αφενός εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα (άρθρ. 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ) και αφετέρου δεν ισχύει το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθρ. 745 και 765 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περιθώριο ανάλογης εφαρμογής του άρθρ. 224 ΚΠολΔ. Υπό το προαναφερθέν ρυθμιστικόπεριβάλλον η μεταβολή (συμπλήρωση, διόρθωση ή και διαγραφή) των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην αίτηση για τις οφειλές, τα περιουσιακά στοιχεία, την κοινωνική κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη, όχι μόνον είναι επιτρεπτή, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται.
Με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε κατά τα προαναφερθέντα στην μείζονα σκέψη, ο αιτών ζητά με βάση τις διατάξεις του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» να ρυθμισθεί η οφειλή του προς την αναφερόμενη πιστώτρια του σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που προτείνει, διότι στερείται πτωχευτικής ικανότητος και έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής της ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς την πιστώτρια του, οφειλή την οποία αναγράφει αναλυτικά ανά σύμβαση της πιστώτριας κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εκθέτει, επίσης, τα μηνιαία εισοδήματα του από την εποχική εργασία του και τη συνδρομή των συγγενικών του προσώπων, καθώς και την κατάσταση των περιουσιακών του στοιχείων και αναφέρει ότι απέτυχε η προσπάθεια προδικαστικού συμβιβασμού με την πιστώτρια, ενώ στην αίτησή του αυτή περιλαμβάνει α) την κατάσταση της περιουσίας και των κάθε φύσης εισοδημάτων του,β) την κατάσταση της πιστώτριας του και της απαίτησής της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλής.
Η κρινόμενη αίτηση με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτά -πλην του αιτήματος, να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ρυθμίσεως του δικαστηρίου θα απαλλαγεί ο αιτών από το χρέος του, το οποίο είναι απαράδεκτο, αφού η αιτούμενη αναγνώριση, δεν αποτελεί υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας κατ’ άρθρ. 739 του ΚΠολΔ ώστε να κριθεί κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διαδικασία. Πάντως το αίτημα να απαλλαγεί ο υπερχρεωμένος οφειλέτης (και όχι η αιτουμένη αναγνώριση) από κάθε υπόλοιπο οφειλής κατ’ άρθρ. 1 1 παρ. 1 του v. 3869/2010, συνιστά αίτημα και περιεχόμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του η οποία υποβάλλεται στο δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων οι οποίες του επιβάλλονται με την απόφαση η οποία εκδίδεται επί της αιτήσεως του αρθρ. 4 παρ. 1 του αυτού νόμου, ως τούτο ρητά αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρ. 11 του ν. 3869/2010 σύμφωνα με το οποίο «το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη η οποία κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών»- και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται να δικασθεί από το δικαστήριο τούτο, (περίοδος Ιη, άρθρ. 3 του ν. 3869/2010), είναι δε, αρκούντως ορισμένη -σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα- και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8 και 11 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρ. 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/1408-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρ.2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρ. 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14-08-2015) τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του) και με την παρ. 1 του αρθρ. 14 του ν. 4346/20-112015, που τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2016 μέχρι και 31-12-2018, πρέπει συνεπώς καθώς για το παραδεκτό της α) τηρήθηκε η προδικασία προσπάθειας επίτευξης προδικαστικού συμβιβασμού και επικύρωσής του, κατ’ αρθρ. 5 του v. 3869/2010 όπως ισχύει, ο οποίος απέτυχε (βλ. την προσκομιζόμενη εκδοθείσα προσωρινή διαταγή υπό της κ. Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης) και β) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση του χρέους του στο δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της Χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους μέχρι τις 3101-2018, πλην της υπ’ αριθμ.εκθ.καταθ. 12697/2014 αίτησής του στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, από το δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς και νομίμως παραιτήθηκε με την υπό κρίσηαίτησή του, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρ. 13 παρ. 2 του ν. 3869/2010 (βλ. σχετική βεβαίωση της γραμματέως του δικαστηρίου αυτού), καθώς επίσης για το παραδεκτό της συζήτησής της τηρήθηκε η εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας (βλ. υπ’ αριθμ. 7859 Β’/2Ο-Ο4-2Ο17 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Σταματίας Γ. Κώστα), ενώ προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού συνοδεύτηκε από εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθρ. 4 παρ. 2 του ν. 3869/2010 (έγγραφα σχετικά με την περιουσία και τα κάθε φύσης εισοδήματα του αιτούντος, την κατάσταση της πιστώτριας του και της απαίτησής της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κ.λπ.) και εφόσον δεν επιτεύχθηκε προδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και της πιστώτριας του, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζήτησης.
Η καθ’ ης πιστώτρια του αιτούντος δια δηλώσεως της πληρεξουσίου της δικηγόρου, που έγινε στο ακροατήριο κατά την συζήτηση, εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα της παρούσης πρακτικά και εξειδικεύθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά την συζήτηση, αρνήθηκε την αίτηση και ισχυρίσθηκε ότι πρέπει να απορριφθεί υποβάλλοντας ισχυρισμό περί έλλειψης γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμών καθώς τα εισοδήματα του αιτούντος από την εργασία του ποσού 700 ευρώ/μήνα περίπου, του επιτρέπουν την αποπληρωμή του χρέους του, ακόμη και κατόπιν εξωδικαστικής ρύθμισης και την κάλυψη των δαπανών διαβίωσής του.
Η εν λόγω αίτηση περιέχει τα στοιχεία που, όπως προαναφέρθηκε είναι απαραίτητα κατά το άρθρ. 1 του v. 3869/2010 για τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της. Εξάλλου, τα τυχόν ελλείποντα στοιχεία είναι αντικείμενα αυτεπάγγελτου ελέγχου από τον δικαστή κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας και ειδικότερα της συνδρομής των όρων της υπαγωγής του αιτούντος στη ρύθμιση του v. 3869/2010, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 744, 745, 751 ΚΙΤολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε Ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθρ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ), εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. ΑΓΙ 1131/87 ΝΟΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑΘ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΤΝΠ-Νόμος και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, υπ’ άρθρ. 747, αριθ. 7). Συνεπώς, τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται ο ισχυρισμός της καθ’ ης θα αποτελέσουν θέματα της αποδεικτικής διαδικασίας και επομένως μαζί με το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης θα συνεξεταστεί και ο σχετικός με την ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης ισχυρισμός που υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου της στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης και τις εμπρόθεσμα και νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της η καθ’ ης η αίτηση όπως αναλυτικά εκτίθεται αυτός ανωτέρω.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του αιτούντος, ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο και του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης και λαμβάνεται υπόψη προς απόδειξη των ισχυρισμών όλων των διαδίκων (η μετέχουσα πιστώτρια δεν πρότεινε και δεν εξέτασε μάρτυρα) (άρθρ. 346 ΚΠολΔ), τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρ. 261 ΚΠολΔ), ταδιδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων (αρθρ. 744 ΚΠολΔ) και την επ’ ακροατηρίω προφορική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι 54 ετών, διαζευγμένος την ……..του …… δυνάμει της υπ’ αριθμ.…………..ήδη αμετάκλητης απόφασης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (βλ. υπ’ αρίθμ. πρωτ. 633/2007 Διαζευκτήριο της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης), την οποία νυμφεύθηκε το έτος 1992. Από τον γάμο του έχει αποκτήσει δύο ενήλικα τέκνα, την ……….ηλικίας 25 ετών και τον …….. ηλικίας 19 ετών (βλ. από 26-01-2018 βεβαίωση περί των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθμ. 4150 οικογενειακή μερίδα του Δήμου …….., Νομού Θεσσαλονίκης). Κατά τον χρόνο λήψης του δανείου από την καθ’ ης (βλ. αντίγραφο δανειακής σύμβασης) το έτος 2006, ο αιτών διατηρούσε επιχείρηση εστιατορίου στους ………..εκ της οποίας εσόδευε μηνιαίως το ποσό των 657,65 ευρώ (βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2007 και βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία της Δ.Ο.Υ……… επί της υπ’ αριθμ. ……….δήλωσης). Ο αιτών δε, έλαβε το εν λόγω επιχειρηματικό δάνειο για τη χρηματοδότηση της δραστηριότητας του καθώς, κατά τον χρόνο εκείνο προέβη σε ανακαίνιση του καταστήματος που μίσθωνε, Λόγω δε, εξωτερικών παραγόντων ο αιτών αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το μίσθιο κατάστημα και να προβεί σε διακοπή των εργασιών της επιχείρησής του (βλ. ανωμοτί εξέταση αιτούντος στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά) ενώ, τα επόμενα έτη εργάσθηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος σε έτερη επιχείρηση (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2009-2013). Κατά τα τελευταία έτη δε, ο αιτών εργάζεται με την ειδικότητα του σερβιτόρου στο αναψυκτήριο του αδελφού του με συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης ορισμένου χρόνου (εποχικά) για χρονικό διάστημα έξι μηνών κατ’ έτος, στη θερινή τουριστική περίοδο, λαμβάνοντας το ποσό των 613,40 ευρώ/μήνα περίπου (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών μηνός Μαΐου 2017 της επιχείρησης του……….) ενώ, εν συνεχεία τελεί σε κατάσταση ανεργίας και εγγράφεται στον Ο.Α.Ε.Δ. λαμβάνοντας επίδομα τακτικής ανεργίας εποχικών του τουριστικού / επισιτιστικού κλάδου ποσού 340 ευρώ/μήνα περίπου για χρονικό διάστημα ανάλογο των εκάστοτε ενσήμων της εργασίας του, που προσδιορίζεται σε περίπου τρείς μήνες κατ’ έτος (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. ………και υπ’ αριθμ. πρωτ. ………….βεβαιώσεις του Ο.Α.Ε.Δ. περί του χρόνου εγγραφής του αιτούντος στα Μητρώα Ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ., υπ’ αριθμ. πρωτ. …………..απόφαση ένταξης στην επιδότηση τακτικής ανεργίας εποχικών τουριστικούεπισιτιστικού κλάδου (παλαιός) του αιτούντος). Έτσι, ο αιτών ήτο απολύτως συνεπής στη δανειακή του υποχρέωση έως τα τέλη του έτους 2015, που περιήλθε σε καθεστώς εργασιακής απασχόλησης ορισμένου χρόνου (εποχικής) καθότι, αδυνατούσε πλέον να προβεί στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του και να εξυπηρετήσει με συνέπεια τη δανειακή του υποχρέωση, παρά την οικονομική συνδρομή του πατρός και του αδελφού του, λόγω της επί τα χείρω μεταβολής των εισοδημάτων του σε συνδυασμό με την αύξηση των δαπανών διαβίωσής του ενόψει της γενικότερης αύξησης του κόστους ζωής κατά τα τελευταία έτη (βλ. ανωμοτί εξέταση αιτούντος στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά). Έτσι, ο αιτών περιήλθε σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών της ληξιπρόθεσμης υποχρέωσης του περί τα τέλη του έτους 2015 λόγω της μείωσης των εισοδημάτων του από την εργασία του σε συνδυασμό με την ανάλωση των οικονομιών του (βλ. ανωμοτί εξέταση αιτούντος στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά), Συνεπώς, κατά το χρόνο λήψης του δανείου και μέχρι ένα και μισό έτη περίπου πριν τηνυποβολή της αίτησης τα εισοδήματά του επαρκούσαν για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του και την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων του. Ο αιτών δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία (βλ. Ε9-Βεβαίωση Δηλωθείσας Περιουσιακής Κατάστασης αιτούντος έτους 2016), έτσι καθώς δεν διαθέτει ακίνητο που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του διαμένει στην οικία του αδελφού του, ο οποίος τον φιλοξενεί και τον συνδράμει οικονομικά στην διαβίωσή του, ομού μετά του πατρός τους. Ο αιτών δε, διαθέτει την πλήρη κυριότητα ενός Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με πινακίδα κυκλοφορίας…….., μάρκας FORD, μοντέλου FOCUS, 1.596 κ.εκ., με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας……., αξίας 2.500 ευρώ (βλ. άδεια κυκλοφορίας οχήματος).
Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η συνολική οφειλή του αιτούντος που κατά πλάσμα του νόμου θεωρείται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμη και ως ανέγγυα υπολογίζεται με την τρέχουσα κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξίας της (άρθρ. 6 παρ. 3 του ν. 3869/2010), ανέρχεται σε 31.961 ευρώ αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τη σχετική βεβαίωση της καθ’ ης, καθώς στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………..σύμφωνα με την με ημερομηνία έκδοσης 16-12-2015κατάσταση οφειλών της, ελλείψει νεότερων στοιχείων, οφείλει για την υπ’ αριθμ. ……..σύμβαση επιχειρηματικού δανείου το ποσό των 31.961 ευρώ. Απεδείχθη δε, ότι την προαναφερθείσα δανειακή υποχρέωση την ανέλαβε ο αιτών σε μία περίοδο που το εισόδημά του από την εργασία του ήτο ικανοποιητικό για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της οικογένειάς του καθώς και την εξυπηρέτηση της δανειακής υποχρέωσής του και συνεπώς δεν υπήρχε μόνιμη αδυναμία πληρωμής κατά τον χρόνο λήψης του δανείου και μέχρι περίπου ένα και μισό έτη προ της υποβολής της υπό κρίση αίτησης, παρά το γεγονός ότι στην πορεία των ετών μειώθηκαν τα εισοδήματά του λόγω της μισθωτής εποχικής απασχόλησής του. Είναι δε γεγονός ότι κατά τα τελευταία έτη συρρικνώθηκαν τα εισοδήματά του λόγω της εποχικής εργασίας του (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2006-2014 και φορολογικών ετών 20142016). Η μείωση δε, των εισοδημάτων του σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση του κόστους διαβίωσης εν σχέσει με τα προηγούμενα έτη, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που του επιβλήθηκαν υπέρ του Κράτους, την άρνηση της πιστώτριας του να προβεί σε ευνοϊκότερες ρυθμίσεις αποπληρωμής του χρέους του και τα υψηλά επιτόκια της δανειακής σύμβασής του, τον οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο και σε ανυπαίτια μόνιμη αδυναμία πληρωμής της οφειλής του. Απεδείχθη δε, ότι τα εισοδήματα του αιτούντος από την εργασία του και το επίδομα ανεργίας που λαμβάνει δεν επαρκούν πλέον για την αξιοπρεπή διαβίωση του, παρά το γεγονός ότι συνδράμουν οικονομικά έως την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης του ο συνταξιούχος πατέρας του και ο αδελφός του, που τον φιλοξενεί στην οικία του, ούτε δε, για την εξόφληση της δανειακής του υποχρέωσης καθώς στερείται πλέον επαρκών εισοδημάτων προκειμένου να καταφέρει να ανταποκριθεί χρονικά και ποσοτικά και στη συμβατική υποχρέωσή του προς την πιστώτρια του που κατά τον χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης ανερχόταν στο ποσό των 295,50 ευρώ/μήνα (βλ. αναλυτική κατάσταση οφειλών της πιστώτριας του), με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται ληξιπρόθεσμες οφειλές που μάλιστα συνεχώς διογκώνονται, με την προσθήκη των τόκων υπερημερίας. Απορριπτομένου, με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα ως αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης περί μη περιέλευσης σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής, καθώς απεδείχθη μόνιμη και διαρκής αδυναμία του αιτούντος από τα τέλη του έτους 2015 και εντεύθεν προς εξόφληση της οφειλής του, καθότι ως αδυναμία πληρωμής νοείται η έλλειψη ρευστότητας, δηλαδή η έλλειψη των χρημάτων που απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκριθεί στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω κι αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Η μονιμότητα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών είναι δυνατόν να οφείλεται σε διάφορα αίτια όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση στην συρρίκνωση των εισοδημάτων του σε συνδυασμό με την αύξηση των υποχρεώσεων του σε καταβολή χρημάτων, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που του επιβλήθηκαν υπέρ του Κράτους και τους τόκους υπερημερίας λόγω της ληξιπρόθεσμης οφειλής του που διογκώνονταν ώστε να μην μπορεί να είναι συνεπής χρονικά και ποσοτικά στις καταβολές των δόσεων του. Έχει γι’ αυτό περιέλθει σε κατάσταση χωρίς διέξοδο και προοπτική, αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, γεγονός που τον επηρεάζει καθώς εγκλωβισμένος στην κατάσταση αυτή αδυνατεί ιτλέον να λειτουργήσει ως κοινωνικό όν και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Επίσης, το εκτιμώμενο ελάχιστο μηνιαίο κόστος διαβίωσης του αιτούντος πρέπει να ανέρχεται σήμερα κατά την εύλογη εκτίμηση του δικαστηρίου, λαμβανομένων υπ’ όψιν των εύλογων δαπανών διαβίωσης όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να έχει μια αξιοπρεπή ζωή, με βάση τις συνθήκες διαβίωσης του συγκεκριμένου οφειλέτη, καθότι μάλιστα ο τελευταίος έχει περιορίσει δραστικά τα έξοδα διαβίωσής του, τα οποία καλύπτονται και από τα συγγενικά του πρόσωπα, συνυπολογιζομένων και των εν γένει εξαιρετέων απαιτήσεων στο ποσό των 400 ευρώ περίπου μηνιαίως, που αναλύεται σε: 180 €/μήνα για διατροφή, 90 € / μήνα περίπου για συμμετοχή σε θέρμανση, ΔΕΗ, ύδρευση και τηλεπικοινωνίες, 20 €/μήνα για συμμετοχή σε κοινόχρηστα, 10 €/μήνα για ένδυση και υπόδηση, 60 €/μήνα για συντήρηση, ασφάλειες και τέλη κυκλοφορίας οχήματος, 30 €/μήνα για μετακινήσεις, 10 €/μήνα για φορολογικές υποχρεώσεις. Με βάση δε, τα ανωτέρω απεδείχθη ότι ο αιτών έχει περιέλθει, χωρίς δόλο σε πραγματική αδυναμία καταβολής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στις ληξιπρόθεσμες δόσεις της οφειλής του και ότι έχει τη δυνατότητα για την καταβολή των κατωτέρω χρηματικών ποσών για την κάλυψη των υποχρεώσεών του.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο αιτών δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση της πιστώτριας του, πλην του προαναφερθέντος Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με πινακίδα κυκλοφορίας……, μάρκας FORD, μοντέλου FOCUS, 1.596 κ.εκ., με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας……, με το οποίο πραγματοποιεί τις μετακινήσεις του, του οποίου πρέπει να κριθεί απαραίτητη η μη εκποίηση διότι έχει κριθεί πως όταν αυτό εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες του ιδιοκτήτη και της οικογένειάς του και η αξία του είναι τέτοια που η προσφορά του προς εκποίηση δε θα προκαλέσει σημαντικό αγοραστικό ενδιαφέρον, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης, αλλά ούτε και θα αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών, το δικαστήριο δεν διατάσσει την εκποίηση του (βλ. ΕιρΑθΙ 15/2011, ΕιρΠατρ 2/2011, ΕιρΘεσσ 5105/2011, 5175/2011 και 5182/2011).
Επομένως, μπορεί η ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριας να γίνει με επιβολή μηνιαίων καταβολών μικρού ύψους από τον αιτούντα (αρθρ. 8 παρ. 5) για χρονικό διάστημα τριών ετών προς μερική εξόφληση της οφειλής του (βλ. Αθ.Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ. 2012, σελ. 208). Έτσι, η ρύθμιση του χρέους του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματά του επί τρία έτη, οι οποίες δόσεις του αρθρ. 8 παρ. 5 θα αρχίζουν την πρώτη (1η) ημέρα του πρώτου (1ου) μήνα, μετά την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως και από τις οποίες θα ικανοποιηθεί εξ’ ολοκλήρου η απαίτηση της μοναδικής πιστώτριας του. Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων του από την εργασία του και την οικονομική συνδρομή των συγγενικών του προσώπων και της κάλυψης των μηνιαίων βιοτικών αναγκών του από τα κάθε φύσης εισοδήματά του απομένει ποσό 40 ευρώ που αποτελεί το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τη ρύθμιση της υπόλοιπης οφειλής του αιτούντος στο πλαίσιο της τριετούς ρύθμισης (αρθρ. 8 παρ. 5) Συνεπώς η κάθε μηνιαία καταβολή βάσει του αρθρ. 8 παρ, 5 του ν. 3869/2010 πρέπει να οριστεί στο ποσό των σαράντα (40) ευρώ για τον αιτούντα, εξ’ ολοκλήρου καταβαλλόμενο στη ληξιπρόθεσμη απαίτηση της μοναδικής πιστώτριας του ως ακολούθως: Από την οφειλή του στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ……….που είναι συνολικού ύψους 31.961 ευρώ και απορρέει από την υπ’ αριθμ. ………σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, θα καταβάλλονται 40 € μηνιαίως και για 36 μήνες, ήτοι συνολικά 1.440 €. Μετά δε τις ανωτέρω καταβολές θα μείνει ως υπόλοιπο ποσό 30.521 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστεί το χρέος του αιτούντος, με σκοπό την απαλλαγή του από αυτό, όπως ορίζεται στο διατακτικό, η οποία θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 11 παρ. 1 v. 3869/2010) υπό τον όρο της κανονικής εκτελέσεως των υποχρεώσεων του αιτούντος από τη ρύθμιση του αρθρ. 8 παρ. 5, καθώς και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποίησης της παρούσας ρύθμισης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ αρθρ. 8 παρ. 6 ν. 3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές ποσού σαράντα (40) εξ’ ολοκλήρου καταβαλλόμενων στη ληξιπρόθεσμη απαίτηση της μοναδικής πιστώτριας του, επί τρία έτη, οι οποίες θα αρχίζουν την πρώτη (1η) ημέρα του πρώτου(1ου) μήνα, μετά την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως και θα γίνονται κατά την πρώτη (Ι η) ημέρα εκάστου μηνός ως ακολούθως: Από την οφειλή του στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ………που είναι συνολικού ύψους 31.961 ευρώ και απορρέει από την υπ’ αριθμ. …….σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, θα καταβάλλονται 40 € μηνιαίως και για 36 μήνες, ήτοι συνολικά 1.44Ο €. Μετά δε τις ανωτέρω καταβολές θα μείνει ως υπόλοιπο ποσό 30.521 ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη και στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 20 Αυγούστου 2018 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ξΡΑΜΜΑΤΕΑΣ