ONLINE ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Κατάσχεση και πλειστηριασμός ακινήτου: διαδικασία & άμυνα οφειλέτη

Κατάσχεση και πλειστηριασμός ακινήτου: διαδικασία & άμυνα οφειλέτη: γράφει ο Μιχαήλ Ζηδιανάκης, Δικηγόρος-Διαμεσολαβητής

Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει πολλούς δανειολήπτες σε αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών τους από δανειακές συμβάσεις ενώ παράλληλα έχει ωθήσει τα τραπεζικά ιδρύματα να στραφούν σε βάρος αυτών, εκκινώντας τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας των οφειλετών. Μάλιστα, η διαδικασία της αναγκαστικής είσπραξης των απαιτήσεων αποτελεί το τελευταίο όπλο των τραπεζών, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις απαιτήσεις τους, στρεφόμενοι πλέον κατά της ακίνητης περιουσίας των οφειλετών και σε πλείστες περιπτώσεις κατά της μοναδικής πρώτης και κύριας κατοικίας του οφειλέτη.

Να σημειωθεί ότι τα τελευταία έτη, λόγω και της καθιέρωσης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, έχει αυξηθεί η διενέργεια αυτών σε βάρος χιλιάδων δανειοληπτών, οι οποίοι δεν κατάφεραν να εξεύρουν μια συμβιβαστική λύση με τα πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, οι δανειολήπτες δεν είναι άμοιροι των ενεργειών των τραπεζών, καθώς δίνεται η δυνατότητα από το νόμο άμυνας κατά των πράξεων εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την ανακοπή του πλειστηριασμού ή την ανατροπή της κατάσχεσης.

Στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης το δυνατό συνοπτικότερα, κατά βήμα, καθώς και η διαδικασία της κατάσχεσης και του επακόλουθου πλειστηριασμού, καθώς και η δυνατότητα άμυνας των οφειλετών κατά των πράξεων εκτέλεσης.

Στάδια Διαδικασίας Αναγκαστικής Εκτέλεσης για είσπραξη οφειλών

Αποστολή εξώδικης δηλώσεως – καταγγελίας

Σ’ ένα πρώτο στάδιο και εφόσον ο δανειολήπτης δεν εξυπηρετεί τις αναληφθείσες οφειλές του, η τράπεζα αποστέλλει εξώδικη καταγγελία. Στην εξωδικαστική αυτή πράξη, το πιστωτικό ίδρυμα πέρα από την καταγγελία της συμβάσεως, απαιτεί και την καταβολή του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, άλλως θα στραφεί κατά του οφειλέτη δικαστικώς.

Η εξώδικη αυτή καταγγελία αποτελεί το πρώτο βήμα των τραπεζών, προς ενημέρωση των δανειοληπτών ότι αν δεν προχωρήσουν στις απαραίτητες ενέργειες ρύθμισης ή εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, θα στραφούν εναντίον τους με την εκκίνηση των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή, την έκδοση διαταγής πληρωμής από το αρμόδιο δικαστήριο.

Έκδοση διαταγής πληρωμής

Η διαταγή πληρωμής αποτελεί μακράν το συνηθέστερο στην πράξη και σπουδαιότερο εκτελεστό τίτλο και διέπεται από τα άρθρα 623 και επόμενα ΚΠολΔ. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται έπειτα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή κατ’ εξοχήν των τραπεζών, από το Ειρηνοδικείο για απαιτήσεις της αρμοδιότητας του, δηλαδή για ποσό έως 20.000 ευρώ και από το Μονομελές Πρωτοδικείο για απαιτήσεις ποσού από 20.000 ευρώ και άνω.

Με τη διαταγή πληρωμής διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει στο δανειστή το πρόδηλο χρηματικό χρέος του, το οποίο αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Σημειώνεται ότι για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δε γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο, ούτε καλείται ο καθ’ ου οφειλέτης. Μάλιστα, δεν παραβιάζεται η αρχή της ακροάσεως, καθώς δίνεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να ασκήσει την προβλεπόμενη ανακοπή.

Η διαταγή πληρωμής επιδίδεται στον καθ’ ου οφειλέτη εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έκδοση της, προκειμένου να λάβει γνώση και να αμυνθεί.
Τα πλεονεκτήματα της εκδόσεως διαταγής πληρωμής την έχουν καταστήσει το βασικότερο τίτλο αναγκαστικής εκτέλεσης. Μεταξύ αυτών είναι ο σύντομος χρόνος έκδοσης της, καθώς, όπως προαναφέρθηκε δεν διεξάγεται συζήτηση ενώπιον ακροατηρίου καθώς και το μειωμένο κόστος, συγκριτικά με την τακτική διαδικασία, διότι απαιτείται απλώς η κατάθεση, το δικαστικό ένσημο και η επίδοση στον οφειλέτη.

Κατάσχεση και πλειστηριασμός ακινήτου: διαδικασία & άμυνα οφειλέτη 7

Όταν, λοιπόν, κοινοποιείται μια διαταγή πληρωμής σε έναν οφειλέτη, δεν θα πρέπει να την αμελήσει και να θεωρήσει ότι δεν είναι σημαντικό, αντιθέτως θα πρέπει να ενημερωθεί άμεσα από αρμόδιο δικηγόρο καθώς ο νόμος προβλέπει την άσκηση ανακοπής του α. 632 ΚΠολΔ εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση. Πέραν της ανακοπής, αναγκαία κρίνεται και η άσκηση αιτήσεως αναστολής, προκειμένου να αρθεί η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής καθώς και της ίδιας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Αναφορικά με την άσκηση της ανακοπής του α. 632 ΚΠολΔ, αρμόδιο δικαστήριο για την κατάθεση της είναι αυτό του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Επισημαίνεται ότι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών θα πρέπει να γίνει τόσο η κατάθεση της ανακοπής όσο και η επίδοση της προς τον καθ’ ου. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι η εκπρόθεσμη ανακοπή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως.

Προβαλλόμενοι λόγοι ανακοπής συνιστούν τόσο η έλλειψη τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοση της διαταγής πληρωμής (α. 623 επ. ΚΠολΔ) είτε η ουσιαστική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη ή το ύψος της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις.

Στην περίπτωση όπου το αρμόδιο δικαστήριο κάνει δεκτή την ανακοπή του οφειλέτη, ακυρώνει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία καθίσταται άνευ αντικειμένου. Αντίθετα, αν ο οφειλέτης δεν αμυνθεί, ασκώντας εμπρόθεσμα ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, τότε η δανείστρια τράπεζα μπορεί να προχωρήσει στις επόμενες ενέργειες της αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της περιουσίας του οφειλέτη.

Κατάσχεση

Στην περίπτωση όπου ο δανειολήπτης δεν ασκήσει την προβλεπόμενη ανακοπή του α. 632 ΚΠολΔ, τότε η τράπεζα δύναται να προχωρήσει στην κοινοποίηση κατάσχεσης. Αυτό σημαίνει ότι δίνεται εντολή (παραγγελία εκτέλεσης) από τον δανειστή του οφειλέτη προς τον αρμόδιο κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, να ενεργήσει κάθε πράξη εκτελέσεως.

Η κατάσχεση γίνεται με την αφαίρεση του πράγματος από το δικαστικό επιμελητή και συντάσσεται σχετική έκθεση που ονομάζεται κατασχετήρια έκθεση (α. 954 ΚΠολΔ). Κατ’ ουσία ως κατάσχεση νοείται η απώλεια εξουσίας διάθεσης του κατασχεμένου από τον δικαιούχο-οφειλέτη, δηλαδή η αδυναμία μεταβίβασης ή εκποίησης του. Όπως, άλλωστε ορίζει και το α. 958 ΠΑΡ. 1 ΚΠολΔ: «Αφότου γίνει η επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης κατά το άρθρο 955 παράγραφος 1, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση.».

Για την κατάσχεση, συντάσσεται η λεγόμενη κατασχετήρια έκθεση από το δικαστικό επιμελητή, η οποία πρέπει να περιέχει πέρα από τα ουσιώδη που απαιτούνται στο α. 117 ΚΠολΔ και τους ειδικότερους όρους του α. 954 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, αναφορά της εκτίμησης του κατασχεμένου, τιμή πρώτης προσφοράς, αναφορά του εκτελεστού τίτλου, της ημέρας, του τόπου του πλειστηριασμού και το όνομα του υπαλλήλου αυτού. Μάλιστα, η έκθεση κατάσχεσης επιδίδεται στον καθ’ ου οφειλέτη κατ’ άρθρο 955 ΚΠολΔ. Κατά κανόνα, επί της έκθεσης κατάσχεσης αναγράφεται και η ημερομηνία του επερχόμενου πλειστηριασμού.

Κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, από την κατάσχεση έως και τη διαδικασία του πλειστηριασμού, ο οφειλέτης έχει ως δυνατότητα άμυνας κατά του δανειστή, την ανακοπή που προβλέπεται στο άρθρο 933 ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί και το βασικότερο αμυντικό δικαίωμα προσβολής των πράξεων εκτελέσεως. Ειδικότερα, ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει δυνατότητα άσκησης της ανωτέρω ανακοπής, προβάλλοντας αντιρρήσεις του κατά της απαίτησης ή προβάλλοντας ελαττώματα της αναγκαστικής εκτέλεσης από την σύνταξη της επιταγής μέχρι και την δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.

Συνήθεις λόγοι ανακοπής κατά του πλειστηριασμού – Άμυνα οφειλέτη

• Ως λόγοι που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου ή την εκτελεστότητα αυτού, μπορεί να αφορούν σε τυπικές ή ουσιαστικές ελλείψεις του εκτελεστού τίτλου, όπως π.χ. η απόφαση δε φέρει τα νόμιμα εξωτερικά στοιχεία ή είναι ανυπόστατη ή το απόγραφο είναι ελαττωματικό.

• Ως λόγοι που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να αναφέρονται στον τρόπο διεξαγωγής της εκτελεστικής διαδικασίας και κυρίως στην έλλειψη τήρησης τύπων της σύνταξης της επιταγής, της εντολής προς εκτέλεση, της επίδοσης αυτών κ.α. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να προβληθεί ως λόγος ανακοπής και η καταχρηστική εκτέλεση, η προφανής, δηλαδή, αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτέλεσης.

Σημειώνεται ότι στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (α. 934 παρ. 2 ΚΠολΔ).

• Τέλος, στους λόγους που αφορούν την απαίτηση υπάγονται ενστάσεις του καθ’ ου η εκτέλεση από το ουσιαστικό δίκαιο. Μπορεί να αφορούν δηλαδή τη γένεση, την άσκηση ή την απόσβεση της απαίτησης, όπως π.χ. η εικονικότητα, η πλάνη, η απάτη, η παραγραφή ή η εξόφληση. Επισημαίνεται ότι οι λόγοι που αφορούν την απαίτηση υπόκεινται σε δύο περιορισμούς· αυτόν του δεδικασμένου καθώς και τον περιορισμό της απόδειξης της απόσβεσης της απαίτησης μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία.

Με την ανακοπή του α. 933 ΚΠολΔ επιδιώκεται από τον καθ’ ου οφειλέτη η ακύρωση μεμονομένων πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως π.χ. της επιταγής προς πληρωμή ή της κατασχετήριας έκθεσης και, συνακόλουθα, και του ορισθέντος αναγκαστικού πλειστηριασμού. Όπως, όμως, αναφέρθηκε ανωτέρω, για να γίνει δεκτή η ανακοπή αυτή θα πρέπει να υπάρχουν τυπικά ή ουσιαστικά σφάλματα αναφορικά με τη διαδικασία ή την απαίτηση της τράπεζας, με αποτέλεσμα, βέβαια, αν ευδοκιμήσει την παύση των πράξεων της εκτέλεσης.

Σύμφωνα με το α. 934 ΚΠολΔ, η άσκηση της ανακοπής λαμβάνει χώρα εντός προθεσμίας 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης. Πρακτικά, επομένως, για το σύνολο των ελαττωμάτων που αφορούν την προδικασία (α. 915, 916, 918, 924, 927 ΚΠολΔ), την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (954, 955, 995, 999 ΚΠολΔ) και την απαίτηση, ισχύει η ανωτέρω προθεσμία των 45 ημερών.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ορίζει ότι: «Ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ` ου η εκτέλεση ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού.[…].».

Δίνεται, λοιπόν, η δυνατότητα στον καθ’ ου οφειλέτη να ασκήσει την ανωτέρω ανακοπή για διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης, όταν αυτή έχει ελλείψεις ή σφάλματα, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. Συχνά, τα τραπεζικά ιδρύματα επισπεύδουν τον πλειστηριασμό σε πολύ χαμηλότερη τιμή από αυτή της αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου.

Έτσι, με την ανακοπή αυτή, ο οφειλέτης σκοπεύει να ανεβάσει το τίμημα του ακινήτου, με σκοπό να καταστήσει δυσκολότερη την εύρεση πιθανού αγοραστή και έτσι να κερδίσει περισσότερο χρόνο. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η παρούσα ανακοπή αποτελεί «ειδικό ένδικο βοήθημα» και δεν εξομοιώνεται με την ανακοπή του α. 933 ΚΠολΔ, καθώς παρέχει μόνο τη δυνατότητα διόρθωσης και δε συνεπάγεται ακυρότητας της έκθεσης κατάσχεσης.

Πλειστηριασμός – άμυνα  οφειλέτη

Σε περίπτωση απόρριψης της ασκηθείσας ανακοπής του α. 933 ΚΠολΔ, συνεχίζεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με τη διενέργεια του πλειστηριασμού επί του κατασχεθέντος ακινήτου.

Η ημέρα του πλειστηριασμού, κατ’ άρθρο 954 παρ. 2 ΚΠολΔ, ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οχτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις σχετικά με τον τόπο, το χρόνο και τη διαδικασία του πλειστηριασμού ορίζονται αναλυτικά στη διάταξη του α. 959 ΚΠολΔ. Επιπλέον, σήμερα η διεξαγωγή των πλειστηριασμών, δυνάμει του α. 208 του ν. 4215/2018 διενεργείται αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα.

Οι συμμετέχοντες υποβάλλουν διαδοχικές προσφορές έως το χρόνο λήξης της υποβολής των προσφορών. Οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της καθώς και για την εκάστοτε μέγιστη υποβληθείσα προσφορά. Επιπλέον, ενημερώνονται για τυχόν αναστολή, ματαίωση ή διακοπή του πλειστηριασμού καθώς και για το λόγο αυτής. Μετά τη λήξη της διαδικασίας υποβολής πλειοδοτικών προσφορών, ανακοινώνεται το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων

Με την κατακύρωση στον υπερθεματιστή, δηλαδή στο πρόσωπο που κατέβαλε τη μεγαλύτερη προσφορά, ο συμβολαιογράφος συντάσσει την έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος, του τιμήματος, δηλαδή, του ακινήτου χορηγείται η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης στον υπερθεματιστή και ολοκληρώνεται η διαδικασία του πλειστηριασμού.

Ο πλειστηριασμός μπορεί να προσβληθεί είτε αν πάσχει λόγω ελαττωμάτων προγενεστέρων πράξεων, εφόσον φυσικά αυτές είχαν προσβληθεί εμπροθέσμως, είτε αν πάσχει αυτοτελώς λόγω ελαττωμάτων που εντοπίζονται στη διεξαγωγή αυτού. Για τα ελαττώματα που αφορούν τον ίδιο τον πλειστηριασμό και τη διαδικασία του π.χ. ελαττώματα στην έκθεση πλειστηριασμού ή στην περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, μπορεί ο καθ’ ου η εκτέλεση να ασκήσει την ανακοπή του α. 933 ΚΠολΔ.

Οι προθεσμίες άσκησης, ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση διαφέρουν και σύμφωνα με το α. 934 ΚΠολΔ, η ανακοπή θα πρέπει να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού ή 60 ημερών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Όπως, άλλωστε, ορίζεται και στο α. 934 παρ. 1β: «Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα.».

Όπως επισημάνθηκε και ανωτέρω, οι λόγοι ανακοπής που υπάγονται σε αυτή την προθεσμία μπορούν να ανάγονται σε ελαττώματα και πλημμέλειες του ίδιου του πλειστηριασμού κατά τη διεξαγωγή αυτού ή στη μη τήρηση των προηγούμενων αυτού διατυπώσεων, που κατά το νόμο επιδρούν άμεσα σ’ αυτόν. Και η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αποτελεί διαδικαστική πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία μπορεί να προσβληθεί με την ανακοπή του α. 933 ΚΠολΔ εντός της προθεσμίας του ανωτέρω παρατιθέμενου στοιχείου β’.

Πέραν της ασκήσεως ανακοπής, δίνεται στον οφειλέτη η δυνατότητα άσκησης αναστολής του πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ. Η προκείμενη αίτηση αναστολής θα πρέπει να κατατεθεί, τουλάχιστον δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, δικάζεται δε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δύναται να αναστείλει τη διενέργεια του πλειστηριασμού έως έξι (6) μήνες, εάν πιθανολογείται ότι θα επιτευχθεί καλύτερο πλειστηρίασμα ή αν ενδέχεται ο οφειλέτης να ικανοποιήσει το δανειστή.

Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η καταβολή των τυχόν εξόδων επισπεύσεως του πλειστηριασμού και του ¼ τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου. Η ρύθμιση αυτή δεν αφορά την εγκυρότητα της διαδικασίας του πλειστηριασμού, απλώς, παρέχει μια παράταση στον οφειλέτη στο τελικό στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη, ασφαλώς, τα συμφέροντα του δανειστή.

Καλέστε μας:

Σχετικά άρθρα:

ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ; ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ

2310 500 442 - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2392 181 200 - ΠΕΡΑΙΑ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

210 95 85 365 - ΑΘΗΝΑ

Δευτέρα-Παρασκευή 09.00-16.00 και 18.00-20.00 (Δευτέρα – Πέμπτη)
ONLINE ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Cart Overview
Call Now Button