ONLINE ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Εισπρακτικές Εταιρίες & δικαιώματα δανειοληπτών

Εισπρακτικές εταιρίες και δικαιώματα δανειολητπών

Εισπρακτικές Εταιρίες & δικαιώματα δανειοληπτών: Γράφει ο Μιχαήλ Ζηδιανάκης, δικηγόρος – διαμεσολαβητής

Τα ονομαζόμενα «κόκκινα δάνεια» αποτελούν φλέγον θέμα για μεγάλο μέρος δανειοληπτών, που έχει λάβει δάνεια ή πιστωτικές κάρτες και δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στην πληρωμή των δόσεων τους, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις εκάστοτε Τράπεζες.

Μια από τις πιο δυσάρεστες συνέπειες της οικονομικής κρίσης, ήταν και αυτή της ασυδοσίας που παρατηρήθηκε σχετικά με τη δράση των λεγόμενων «Εισπρακτικών Εταιριών». Οι Εισπρακτικές εταιρίες, είναι δυστυχώς μια αναγκαιότητα των καιρών και ενδεχομένως να διευκολύνουν την εκάστοτε Τράπεζα να εισπράξει τα οφειλόμενα, πολλές φορές όμως, οι Εταιρίες αυτές δρουν παράνομα και καταχρηστικά ως προς τους δανειολήπτες, ασκώντας πρακτικές ψυχολογικής βίας. Τα επαναλαμβανόμενα τηλέφωνα των Εισπρακτικών, δυστυχώς είναι για πολλούς δανειολήπτες μια καθημερινή ψυχοφθόρος και δυσβάσταχτη κατάσταση, η οποία επιδεινώνεται πολλές φορές από την συμπεριφορά των υπαλλήλων των εταιριών αυτών.

Ο νόμος 3758/2009 «Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις» (τροποποιήθηκε με τον Ν. 4038/2012), παρότι αφορούσε τον έλεγχο και τη λειτουργία των εισπρακτικών εταιριών, ουδέποτε δεν κατάφερε να εποπτεύσει κατάλληλα τις εταιρίες αυτές, αυστηροποιώντας τους όρους λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα χιλιάδες δανειολήπτες να έρχονται αντιμέτωποι όλα αυτά τα χρόνια με άπειρες τηλεφωνικές κλήσεις και παρενοχλήσεις.
Οι δανειολήπτες, ωστόσο, δεν είναι άμοιροι των συνθηκών αυτών, και επί του παρόντος άρθρου θα επιχειρηθεί μια ανάλυση του νομικού πλαισίου και της λειτουργίας των εισπρακτικών εταιριών καθώς και των δικαιωμάτων που έχουν οι οφειλέτες απέναντι στην καταχρηστική συμπεριφορά των εταιριών αυτών και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να τα ασκήσουν.

Ο νόμος για τις εισπρακτικές εταιρίες και το πλαίσιο λειτουργιάς τους

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του νόμου. 3758/2009 οι Εισπρακτικές Εταιρίες ορίζονται ως Εταιρίες Ενημέρωσης Οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και τυγχάνουν «κεφαλαιουχικές εταιρίες που έχουν ως αποκλειστικό καταστατικό σκοπό την εξώδικη ενημέρωση οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών τους έναντι δανειστών, πριν από τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και το στάδιο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέρχονται από συμβάσεις πίστωσης και εγγύησης και νόμιμες εμπορικές συναλλαγές, όπως αγορές αγαθών, παροχή υπηρεσιών, χορήγηση δανείων, εγγυήσεων και πιστώσεων, χρήση πιστωτικών καρτών, καθώς και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής των οφειλών, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δανειστών».

Κατ’ ουσία οι εταιρίες αυτές δρουν εξ ονόματος των Τραπεζών, μεσολαβώντας γι’ αυτές με τους δανειολήπτες, προκειμένου οι τελευταίοι να λάβουν γνώση της κατάστασης των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους. Κατά τη λειτουργία τους αυτή, «υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή, περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής, του τραπεζικού απορρήτου, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα της δράσης τους στην αγορά με ταυτόχρονη διασφάλιση του σεβασμού της προσωπικότητας και της οικονομικής ελευθερίας των οφειλετών» (α. 2 Ν. 3758/2009).

Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε πρακτική ή ενέργεια των εταιριών αυτών είναι αντίθετη με τις ανωτέρω προβλέψεις, τότε δύναται να έρθουν αντιμέτωπες με κυρώσεις αστικές, διοικητικές και ποινικές.

Υπενθυμίζεται ότι σκοπός της λειτουργίας τους είναι η απλή ενημέρωση των δανειοληπτών για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους απέναντι στις δανείστριες Τράπεζες και όχι η άσκηση ψυχολογικής πίεσης με σκοπό την εξόφληση αυτών.

Λειτουργία εισπρακτικών εταιριών – Ωράριο εισπρακτικών – απαγορεύσεις & κανόνες

Παρακάτω θα αναλυθούν οι σημαντικότερες διατάξεις του νόμου που αφορούν τη λειτουργία των Εισπρακτικών Εταιριών, μεταξύ αυτών τις απαγορεύσεις, τις υποχρεώσεις που διατηρούν καθώς και τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία κυρώσεις.
Οι βασικότερες απαγορεύσεις στις εισπρακτικές εταιρίες που εισάγει ο ως άνω νόμος (α. 4 και 5) είναι οι εξής:

Εισπρακτικές Εταιρίες & δικαιώματα δανειοληπτών 7

• Η επικοινωνία της εισπρακτικής εταιρίας με τον οφειλέτη πρέπει να γίνεται εντός εύλογου χρόνου και με συχνότητα τηλεφωνικών κλήσεων όχι παραπάνω από μία ανά δύο μέρες ή πιο αραιά.
• Η τηλεφωνική επικοινωνία για την ενημέρωση του οφειλέτη επιτρέπεται να πραγματοποιείται μετά την πάροδο δέκα (10) τουλάχιστον ημερών από την ημέρα που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη και μόνο από τις 9:00 έως 20:00 και μόνο τις εργάσιμες ημέρες.
• Θα πρέπει να εμφανίζεται ο τηλεφωνικός αριθμός κλήσης, να μην γίνεται κλήση δηλαδή με τη χρήση “απόκρυψης”

• Κατά την επικοινωνία του εκπροσώπου της εισπρακτικής εταιρείας με τον οφειλέτη, ο πρώτος θα πρέπει να κάνει γνωστή στον οφειλέτη την ιδιότητά του, να αναφέρει το ονοματεπώνυμο του και το σκοπό της επικοινωνίας και να μην αντιποιείται ιδιότητες που δεν φέρει, δηλαδή να μην δίνει άμεσα ή έμμεσα στον οφειλέτη την εντύπωση ότι είναι υπάλληλος ή εκπρόσωπος της Τράπεζας, δικηγόρος ή δικαστικός επιμελητής.

• Απαγορεύεται στον εκπρόσωπο της εισπρακτικής εταιρείας οποιαδήποτε άσκηση σωματικής βίας, ψυχολογικής πίεσης και γενικά οποιαδήποτε ενέργεια ικανή να προκαλέσει (ή έστω με σκοπό να προκαλέσει) στον οφειλέτη αίσθημα φόβου ως προς την τύχη του επαγγέλματός του, της περιουσίας του ή τη ζωής και την υγείας του, καθώς φυσικά και των οικείων του.
• Απαγορεύεται στον εκπρόσωπο της εταιρείας οποιαδήποτε προσβλητική συμπεριφορά με αποδέκτη τον οφειλέτη, η χρήση, δηλαδή, προσβλητικών εκφράσεων.
• Απαγορεύεται στον εκπρόσωπο της εισπρακτικής εταιρείας η δυσφήμιση ή και η απειλή δυσφήμισης του οφειλέτη στο οικογενειακό ή εργασιακό περιβάλλον του.

• Απαγορεύεται ρητώς η εκμετάλλευση περιστάσεων αντικειμενικής αδυναμίας του οφειλέτη να προβεί στην εξόφληση των οφειλών του. Στο νόμο δεν ορίζονται με σαφήνεια ποιες είναι οι περιπτώσεις της αντικειμενικής αδυναμίας, εντούτοις γίνεται δεκτό ότι μπορεί να αφορούν την ανεργία του οφειλέτη ή τις οικονομικές δυσχέρειες της επιχείρησης του.
• Απαγορεύεται κάθε παραπλανητική πληροφόρηση του οφειλέτη
• Απαγορεύονται οι κατ’ οίκον ή στο χώρο εργασίας του οφειλέτη επισκέψεις, όπως επίσης και οι επισκέψεις σε άλλους χώρους αυστηρώς προσωπικούς, όπως νοσοκομεία.

• Απαγορεύεται η όχληση των οικείων προσώπων του οφειλέτη
• Απαγορεύεται, τέλος, η παραπλανητική χρήση και παρουσίαση εγγράφων που δημιουργούν εσφαλμένα την εντύπωση ότι πρόκειται για δικαστικά έγγραφα καθώς και η οποιαδήποτε επικοινωνία που περιλαμβάνει ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες αθέτησης πληρωμών.
Πέρα των ανωτέρω απαγορεύσεων, ο νόμος προβλέπει και ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις των Εισπρακτικών Εταιριών κατά τη λειτουργία τους:

• Σε κάθε τηλεφωνική επικοινωνία με τον οφειλέτη, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εταιρείες έχουν υποχρέωση να διαθέτουν εμφανή τον αριθμό προέλευσης κλήσης (χωρίς χρήση «απόκρυψης»), να παρέχουν σαφή ενημέρωση στους οφειλέτες, αναφέροντας το ονοματεπώνυμο του εκάστοτε υπαλλήλου, ο οποίος τηλεφωνεί και την ιδιότητα του, όσο και τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας.
• Σε κάθε έγγραφη επικοινωνία, είτε με επιστολή είτε με σταθερό μέσο, οι εισπρακτικές εταιρείες υποχρεούνται, πλέον των ανωτέρω, να αναγράφουν, την πλήρη εμπορική επωνυμία τους, την ταχυδρομική διεύθυνση της καταστατικής έδρας τους, με οδό, αριθμό, πόλη, ταχυδρομικό κώδικα, τηλεφωνικό αριθμό, αριθμό τηλεομοιοτυπίας και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας .

• Οι εισπρακτικές εταιρείες, αν ζητηθεί από τον οφειλέτη, υποχρεούνται να παρέχουν σε αυτόν εγγράφως και ατελώς πλήρη και ακριβή αναλυτικά στοιχεία για το ύψος και την προέλευση της ληξιπρόθεσμης οφειλής (κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και προσαυξήσεις) εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την πρώτη προφορική επικοινωνία.
• Οι εισπρακτικές εταιρείες υποχρεούνται να τηρούν ηλεκτρονικό αρχείο στο οποίο καταγράφονται τα στοιχεία όλων των τηλεφωνικών επικοινωνιών προς τον οφειλέτη, και ειδικότερα η ημερομηνία, η ώρα και η οφειλή για την οποία έγινε η επικοινωνία.

Κατά την έναρξη της επικοινωνίας επίσης, ο οφειλέτης πρέπει να ενημερώνεται για την καταγραφή (ή/και ηχογράφηση της συνομιλίας) των ανωτέρω στοιχείων και τη διάρκεια τήρησης τους, η οποία κατά κανόνα δεν υπερβαίνει τον ένα (1) χρόνο. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι εισπρακτικές εταιρείες οφείλουν να παρέχουν, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή μετά από αίτημα της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, εντός δέκα (10) ημερών και χωρίς επιβάρυνση αντίγραφο με τα στοιχεία των τηλεφωνικών επικοινωνιών που αφορούν στο συγκεκριμένο οφειλέτη.

• Επιπλέον, ρητά αναφέρεται ότι και οι εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών έχουν υποχρέωση (εφόσον αυτό είναι δυνατόν) να χορηγούν, χωρίς επιβάρυνση, στον οφειλέτη εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία που τους υποβάλλεται το αίτημα, κατάσταση από την οποία να προκύπτουν οι τηλεφωνικές κλήσεις καθώς και τα στοιχεία συνδρομητή του αριθμού από την οποία πραγματοποιήθηκαν οι κλήσεις αυτές προκειμένου να ελεγχθεί καταγγελία για παραβίαση του νόμου από τις εισπρακτικές εταιρείες.

Παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά εισπρακτικών εταιριών. Συνέπειες & κυρώσεις

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις από το νόμο για παράβαση όλων των προαναφερόμενων απαγορεύσεων και υποχρεώσεων είναι οι κάτωθι:
Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων, μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ύψους από 5.000€ έως 500.000€. Σε περίπτωση που υπάρξει υποτροπή, το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται (ανερχόμενο μέχρι και 1.000.000€). Μάλιστα, τα πρόστιμα μπορεί να επιβληθούν και εις βάρος των δανειστριών Τραπεζών.

Επιπλέον, ο αρμόδιος Υπουργός μπορεί να διατάξει διαγραφή της εταιρείας από το μητρώο για χρονικό διάστημα από 1 έως 6 μήνες. Σε περίπτωση δε περαιτέρω υποτροπής, μπορεί να διατάξει την οριστική διαγραφή της εταιρείας.
Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των εταιρειών αυτών στην κείμενη νομοθεσία.

Δικηγορικά γραφεία ως Εισπρακτικές Εταιρίες

Σε πολλές περιπτώσεις το έργο αυτό των εισπρακτικών εταιριών αναλαμβάνουν δικηγορικά γραφεία. Παρ’ όλο που οι δικηγόροι και οι δικηγορικές εταιρείες, εν προκειμένω, λειτουργούν ουσιαστικά ως εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, δεν υπάγονται στον σχετικό νόμο κι επομένως δεν ισχύουν γι’ αυτούς οι υποχρεώσεις και περιορισμοί που αναφέραμε. Εντούτοις, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με απόφαση του έχει επιβάλλει την απαγόρευση να ενοχλεί δικηγορικό γραφείο προφορικά και δη τηλεφωνικά, τον οφειλέτη πέραν της μίας (1) φοράς, προκειμένου να τον ενημερώσει για την οφειλή του και να διερευνήσει τη δυνατότητα εξώδικης επίλυσης της υφιστάμενης διαφοράς.

Μάλιστα, η μη τήρηση της διάταξης αυτής παραβιάζει τον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Γι’ αυτό το λόγο, όταν οι δανειολήπτες λαμβάνουν κλήση από δικηγορικό γραφείο με σκοπό την ενημέρωση της ληξιπρόθεσμης οφειλής του, θα πρέπει να κρατήσουν την επωνυμία της δικηγορικής εταιρείας, το όνομα του υπαλλήλου που κάλεσε, το τηλέφωνο από όπου έγινε η κλήση καθώς και την ημερομηνία και την ώρα της κλήσης.

Δικαιώματα οφειλετών – δανειοληπτών και άμυνα κατά των εισπρακτικών εταιριών

Από τα βασικότερα δικαιώματα που έχουν οι δανειολήπτες στη διάθεση τους, σε περίπτωση καταχρηστικών ενεργειών και πρακτικών από Εισπρακτικές Εταιρίες αποτελεί η άσκηση αγωγής ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων για αποζημίωση τους λόγω ηθικής βλάβης κατά τις διατάξεις του ΑΚ. Σημειώνεται ότι μπορεί να προηγηθεί αποστολή εξωδίκου οχλήσεως προς την Εισπρακτική Εταιρία από τον εκάστοτε οφειλέτη, ο οποίος έχει υποστεί την παρενόχληση αυτή.

Η ελληνική νομολογία, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, έχει επιδείξει σοβαρά βήματα στην προστασία των δανειοληπτών από την παράνομη συμπεριφορά των Εισπρακτικών Εταιριών, επιδικάζοντας τους χρηματικές αποζημιώσεις για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης.

Ωστόσο, για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους οι δανειολήπτες, θα πρέπει να έχουν στη διάθεση τους όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία, τα οποία θα κριθούν ικανά να αποδείξουν τη βλάβη που έχει υποστεί ο οφειλέτης και τελικώς θα τον προστατεύσουν από την καταχρηστική συμπεριφορά των Εισπρακτικών Εταιριών.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωρίζει και να σημειώνει πότε έγινε η κάθε κλήση, με ποιόν υπάλληλο μίλησε, ποια εταιρεία τον κάλεσε, ποιος είναι ο αριθμός της εταιρείας στο αντίστοιχο μητρώο των εταιρειών αυτών, ποιος ήταν ο τηλεφωνικός αριθμός από τον οποίο έγινε η κλήση, για ποια οφειλή του έγινε η κλήση, αν ενημερώθηκε από τον υπάλληλο ότι η κλήση τους καταγράφεται, αν ο υπάλληλος κατά την αρχή της τηλεφωνικής συνομιλίας έκανε ταυτοποίηση των στοιχείων του οφειλέτη για να επαληθεύσει ότι μιλάει με τον ίδιο, πώς του μίλησε ο υπάλληλος, τι ακριβώς ήταν αυτό που του είπε και πόσο διήρκησε η κάθε κλήση.

Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο οφειλέτης μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματός του να αιτηθεί και να παραλάβει γραπτά αναλυτική κατάσταση για την οφειλή για την οποία δέχεται την τηλεφωνική κλήση.

Αποφάσεις δικαστηρίων εις βάρος εισπρακτικών εταιριών για παράνομες πρακτικές

1. Στην υπ’ αριθ. 26/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου κρίθηκε ότι: «Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3758/2009 σχετικά με τις «Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις Τραπεζών κλπ.», οι εταιρείες λειτουργούν σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή, περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής , του τραπεζικού απορρήτου, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα της δράσης τους στην αγορά με ταυτόχρονη διασφάλιση του σεβασμού της προσωπικότητας και της οικονομικής ελευθερίας των οφειλετών.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, η εν γένει επιχειρηματική δράση των εταιρειών στην αγορά διέπεται από τις αρχές της επαγγελματικής δεοντολογίας, της ευπρέπειας, της συναλλακτικής ευθύτητας, της ειλικρίνειας κατά την επικοινωνία, της διαφάνειας, του σεβασμού της προσωπικότητας , της ιδιωτικής ζωής , της υγείας , της ασφάλειας, του τραπεζικού απορρήτου και της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας.

Κατά δε, το εδ. β και γ` της παρ.4 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, η επικοινωνία με τον οφειλέτη πρέπει να γίνεται , σύμφωνα με τις αρχές της παρ. 1, εντός εύλογου χρόνου και με συχνότητα οχλήσεων όχι πέρας της μιάς ανά δεύτερη ημέρα. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 3758/2009, απαγορεύεται, η άσκηση της σωματικής βίας, ψυχολογικής πίεσης περί διακινδύνευσης του επαγγέλματος, των περιουσιακών στοιχείων ή της ζωής του οφειλέτη ή των οικείων του, κατά την παρ.3 , η επίδειξη προσβλητικής συμπεριφοράς ή χρήση προσβλητικών εκφράσεων εναντίον του οφειλέτη ή των οικείων του, κατά την παρ. 4 η δυσφήμηση του οφειλέτη , η απειλή δυσφήμησης στο οικογενειακό ή εργασιακό περιβάλλον του.

 

Εντούτοις, ο τρόπος λειτουργίας των εταιριών αυτών και ενημέρωσης προς τον οφειλέτη, ανεξαρτήτως των ανωτέρω διατάξεων, πρέπει να υπόκεινται στο σεβασμό των συνταγματικών διατάξεων της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του , του απορρήτου των προσωπικών του δεδομένων (άρθρα 2,5 και 19 του Συντάγματος)».

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή του δανειολήπτη-οφειλέτη για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, καθώς οι εταιρίες ενημέρωσης τον οχλούσαν καθημερινώς, με αγενή, απειλητικό και προσβλητικό τρόπο, με αποτέλεσμα να τον εξουθενώσουν και να προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας («τέλος, ο ενάγων, ο οποίος κατά το χρόνο της ως άνω απόπειρας αυτοκτονίας ήταν 59 ετών, συνέπεια της ανωτέρω αδικοπραξίας υπέστη τεράστια σωματική ταλαιπωρία και βαριά κατάθλιψη, φαινόμενα που εξακολουθούν τον συνοδεύουν στη ζωή του»).

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή επιδικάζοντας χρηματική αποζημίωση, υποχρεώνοντας τις δύο εταιρίες ενημέρωσης να καταβάλουν στον ενάγοντα, το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων πεντακοσίων(17.500,00) ευρώ έκαστη.

2. Στην υπ’ αριθ. 40/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων κρίθηκε ότι: «Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της διαρροής των προσωπικών του δεδομένων και της ανακοίνωσής τους, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ενάγοντος, προξενήθηκε στον τελευταίο μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμός και οργή.

Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστιθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και του προκάλεσαν σημαντική ηθική βλάβη. Ενόψει, δε, του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διάδικων μερών (ΟλΑΠ 9/2015 Τραπ. Νομ. Πληροφ. ΝΟΜΟΣ), βάσει και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Σ.), η καταβλητέα χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο εύλογο ποσό των 5.869,40 ευρώ».

Εν προκειμένω, ο ενάγων (οφειλέτης) είχε δεχτεί τηλεφωνική όχληση από υπάλληλο εταιρίας ενημέρωσης, η οποία, μετά από επαλήθευση των προσωπικών δεδομένων του, που της είχαν ήδη χορηγηθεί, γνωστοποίησε σ’ εκείνον το υπόλοιπο της οφειλής του προς την εναγόμενη τραπεζική εταιρία ζητώντας του να τακτοποιήσει άμεσα την οφειλή του.

Ο δανειολήπτης υποστήριξε ότι οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις των εναγόμενων δια των προστηθέντων οργάνων τους του έχουν προκαλέσει μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι απόρρητα προσωπικά του δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμία απολύτως ενημέρωσή του, ούτε προγενέστερη ούτε και μεταγενέστερη της διαβιβάσεως των δεδομένων του σε τρίτους. Το Δικαστήριο του επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του το ποσό των 5.869,40 ευρώ.

3. Η υπ’ αριθ. 273/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών έκρινε ότι: «Η δεύτερη εναγόμενη, ως αποδέκτρια των παραπάνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δια των αναφερομένων στην παρούσα προστηθέντων υπαλλήλων επίσης παρανόμως τα επεξεργάστηκε, αφότου προηγουμένως τα είχε συλλέξει παρανόμως από την πρώτη εναγόμενη, και στη συνέχεια τα καταχώρισε στο προσωπικό της αρχείο (ηλεκτρονικό υπολογιστή) και ακολούθως τα χρησιμοποίησε χωρίς ουδέποτε να την ενημερώσει και αυτή για το ότι τα έχει λάβει, για το όνομα του υπευθύνου επεξεργασίας και για το σκοπό της επεξεργασίας τους.

Οι συνεχείς κλήσεις των υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης, προκάλεσαν στην ενάγουσα, η οποία πάσχει από κρίσεις επιληψίας και ψυχοσιόμορφες εκδηλώσεις επί εδάφους χειρουργηθέντος αιμαγγειώματος εγκεφάλου μεγάλη ψυχική αναστάτωση, από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά της δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμιά δική της ενημέρωση σε τρίτους.

Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων (δια των προστηθέντων οργάνων τους) προσέβαλαν την προσωπικότητα της ενάγουσας και προκάλεσαν σ` αυτήν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα των εναγομένων, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτής, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση της, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης».

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο υποχρέωσε τις εταιρίες ενημέρωσης να καταβάλλουν στην δανειολήπτρια αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των έξι χιλιάδων 6000,00 Ευρώ η καθεμία ως αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης.

Εισπρακτικές Εταιρίες & δικαιώματα δανειοληπτών

Παρατίθενται οι βασικές διατάξεις του νόμου για τις εισπρακτικές εταιρίες ν. 3758/2009

Άρθρο 1: «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση αρχών συναλλακτικής συμπεριφοράς, κανόνων λειτουργίας και κρατικής εποπτείας των Εταιρειών Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις (εφεξής «Εταιρείες»), η ρύθμιση των σχέσεών τους με τους δανειστές και τους οφειλέτες αυτών, καθώς και η απαγόρευση της εκχώρησης ληξιπρόθεσμων οφειλών σε τρίτους».

Άρθρο 3: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι πιο κάτω όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:1. «Οφειλέτες»: φυσικά ή νομικά πρόσωπα, όπως δανειολήπτες, εγγυητές πιστώσεων ή καταναλωτές, όπως ορίζονται στον Αστικό Κώδικα και στην κείμενη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή. 2. «Δανειστές»: κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό που συναλλάσσεται στην αγορά και παρέχει στους πελάτες του πίστωση οποιασδήποτε μορφής, όπως πιστωτικά ιδρύματα, ανώνυμες εταιρίες παροχής πιστώσεων, ασφαλιστικές εταιρίες, εταιρίες κοινής ωφελείας, εταιρίες παροχής σταθερών και κινητών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εταιρίες πώλησης καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών. 3.

«Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις»: κεφαλαιουχικές εταιρίες που έχουν ως αποκλειστικό καταστατικό σκοπό την εξώδικη ενημέρωση οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών τους έναντι δανειστών, πριν από τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και το στάδιο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέρχονται από συμβάσεις πίστωσης και εγγύησης και νόμιμες εμπορικές συναλλαγές, όπως αγορές αγαθών, παροχή υπηρεσιών, χορήγηση δανείων, εγγυήσεων και πιστώσεων, χρήση πιστωτικών καρτών, καθώς και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής των οφειλών, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δανειστών, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 4 του παρόντος.

4. «Ληξιπρόθεσμη οφειλή»: το χρηματικό ποσό που οφείλει από νόμιμη αιτία ο οφειλέτης προς τον δανειστή και το οποίο έπρεπε να έχει καταβληθεί σε δήλη ημέρα ή σε ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, εφόσον είχε ταχθεί τέτοια προθεσμία και κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

5. «Ενημέρωση οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις» (εφεξής «Ενημέρωση»): το σύνολο των εξώδικων ενεργειών στις οποίες προβαίνουν οι Εταιρείες προκειμένου να ενημερώσουν τους οφειλέτες για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών τους έναντι δανειστών, οι οποίες προσδιορίζονται από συμβάσεις και άλλα νόμιμα έγγραφα, όπως δανειστικά συμβόλαια, τιμολόγια, φορτωτικές, δελτία αποστολής, τα οποία διέπουν τη μεταξύ του δανειστή και του οφειλέτη σχέση.

6. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση πληροφοριών κατά τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική αναφορά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών».

Άρθρο 4: «1. Η εν γένει επιχειρηματική δράση των Εταιρειών στην αγορά διέπεται από τις αρχές της επαγγελματικής δεοντολογίας, της ευπρέπειας, της συναλλακτικής ευθύτητας, της ειλικρίνειας κατά την επικοινωνία, της διαφάνειας, του σεβασμού της προσωπικότητας, της ιδιωτικής ζωής, της υγείας, της ασφάλειας, του τραπεζικού απορρήτου και της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας.

2. Η παρέμβαση των Εταιρειών αφορά αποκλειστικά και μόνο στην ενημέρωση των οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών τους έναντι δανειστών και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής αυτών, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δανειστών. Απαγορεύεται στους δανειστές η σύναψη σύμβασης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου με Εταιρείες που δεν περιλαμβάνονται στο Μητρώο του άρθρου 7 του παρόντος.

Δεν επιτρέπεται η ανάθεση εντολής ενημέρωσης για την ίδια ληξιπρόθεσμη οφειλή σε περισσότερες πλην μίας Εταιρείες Ενημέρωσης.3. Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο είσπραξη από τις Εταιρείες ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς και η ανάθεση μέρους ή της όλης δραστηριότητας αυτών κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 3, σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

4. Πριν από κάθε ενέργεια Ενημέρωσης απαιτείται η από τον δανειστή προς τον οφειλέτη επιβεβαίωση των οφειλών με κάθε διαθέσιμο τρόπο και η ταυτοποίηση του οφειλέτη, καθώς και η ενημέρωσή του για τη διαβίβαση των δεδομένων του στην Εταιρεία συμφώνως και προς το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, ως εκάστοτε αυτός ισχύει.

Η επικοινωνία με τον οφειλέτη πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με τις αρχές της παραγράφου 1, εντός εύλογου χρόνου και με συχνότητα οχλήσεων όχι πέραν της μίας ανά δεύτερη ημέρα. Η τηλεφωνική επικοινωνία στο χώρο εργασίας του οφειλέτη γίνεται, μόνο εφόσον ο συγκεκριμένος τηλεφωνικός αριθμός έχει δηλωθεί ως μοναδικός αριθμός επικοινωνίας από τον τελευταίο. Η τηλεφωνική επικοινωνία από την Εταιρεία για την ενημέρωση του οφειλέτη για ληξιπρόθεσμη απαίτηση επιτρέπεται να πραγματοποιείται μετά την πάροδο δέκα ημερών από την ημέρα που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη, από τις 9:00 έως 20:00 και μόνο τις εργάσιμες ημέρες.

Οι δανειστές παρέχουν στις Εταιρείες μόνο τα αναγκαία για την επικοινωνία στοιχεία των οφειλετών. Οι Εταιρείες χρησιμοποιούν τα δεδομένα των οφειλετών για τους σκοπούς, για τους οποίους διαβιβάσθηκαν τα δεδομένα από τον δανειστή σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, καθώς και για την υπεράσπιση δικαιώματός τους ενώπιον των δικαστηρίων ή άλλης δημόσιας αρχής. Απαγορεύεται στις Εταιρείες η διαβίβαση των στοιχείων σε τρίτους, με ή χωρίς αντάλλαγμα, καθώς και η χρήση τους για άλλους σκοπούς.

Ως τρίτοι, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, θεωρούνται και οι θυγατρικές εταιρείες των Εταιρειών. Πρόσβαση στα δεδομένα έχουν η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων του παρόντος νόμου, άλλες δημόσιες αρχές και οι δικαστικές αρχές στο πλαίσιο της άσκησης των εκ του νόμου αρμοδιοτήτων τους. Οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2472/1997 (Α’ 50) για το απόρρητο και την ασφάλεια της επεξεργασίας εφαρμόζονται αναλόγως στα αρχεία που περιέχουν δεδομένα οφειλετών που είναι νομικά πρόσωπα.

5. Η ανάθεση της Ενημέρωσης από τον δανειστή προς την Εταιρεία γίνεται εγγράφως ή μέσω σταθερού μέσου αποθήκευσης πληροφοριών, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 3. Οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’) για το απόρρητο και την ασφάλεια της επεξεργασίας βαρύνουν αναλόγως και την Εταιρεία.

6. Δεν επιτρέπεται στον δανειστή η ανάθεση εντολής για Ενημέρωση οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές που δεν εμπίπτουν στην έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3 ή έχουν υποβληθεί σε ρύθμιση ή διακανονισμό που τηρείται ή έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής.

Δεν επιτρέπεται η ανάθεση εντολής Ενημέρωσης για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, οι οποίες απορρέουν από καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι όροι που αναφέρονται στις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει. 7. Ο οφειλέτης δεν επιβαρύνεται με δαπάνες για την ανάθεση της Ενημέρωσης από τον δανειστή προς την Εταιρεία. ».

Άρθρο 5: «Απαγορεύεται στις Εταιρείες να προβαίνουν σε αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές προς τους οφειλέτες, όπως: 1. Η, κατά την επικοινωνία με τον οφειλέτη, εμφάνιση των υπαλλήλων τους υπό ιδιότητες που δεν διαθέτουν όπως υπαλλήλων των δανειστών, δικηγόρων ή δικαστικών επιμελητών.2. Η άσκηση σωματικής βίας, ψυχολογικής πίεσης περί διακινδύνευσης του επαγγέλματος, των περιουσιακών στοιχείων ή της ζωής του οφειλέτη ή των οικείων του. 3. Η επίδειξη προσβλητικής συμπεριφοράς ή η χρήση προσβλητικών εκφράσεων εναντίον του οφειλέτη ή και των οικείων του. 4. Η δυσφήμιση ή η απειλή δυσφήμισης του οφειλέτη στο οικογενειακό ή εργασιακό περιβάλλον του.

5. Η εκμετάλλευση περιστάσεων αντικειμενικής αδυναμίας του οφειλέτη. 6. Η απειλή λήψης μη νόμιμου μέτρου σε βάρος του. 7. Η παραπλανητική πληροφόρηση του οφειλέτη. 8. Οι κατ’ οίκον ή στο χώρο εργασίας του οφειλέτη επισκέψεις, καθώς και οι επισκέψεις σε άλλους χώρους αυστηρώς προσωπικούς, όπως νοσοκομεία. 9. Η όχληση των οικείων προσώπων του κατά την έννοια της περίπτωσης 4. 10. Η παραπλανητική χρήση και παρουσίαση εγγράφων που δημιουργούν εσφαλμένα την εντύπωση ότι πρόκειται για δικαστικά έγγραφα. 11.

Η οποιαδήποτε επικοινωνία που περιλαμβάνει ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες αθέτησης πληρωμών. 12. Η επικοινωνία για οφειλές οι οποίες απορρέουν από γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν κριθεί κατά χρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, καθώς και οι όροι που αναφέρονται στις υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως εκάστοτε ισχύει».

Άρθρο 6: « [..] 2. Σε κάθε προφορική επικοινωνία με τον οφειλέτη, οι Εταιρείες έχουν υποχρέωση να διαθέτουν εμφανή τον αριθμό προέλευσης κλήσης, να παρέχουν πλήρη και σαφή Ενημέρωση στους οφειλέτες, τόσο για το ονοματεπώνυμο του καλούντος υπαλλήλου και την ιδιότητα του, όσο και για τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 7 και το σκοπό της επικοινωνίας τους.

Σε κάθε δε έγγραφη επικοινωνία, είτε με επιστολή είτε με σταθερό μέσο, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 3, οι Εταιρείες υποχρεούνται, πλέον των ανωτέρω, να αναγράφουν, την πλήρη εμπορική επωνυμία τους, την ταχυδρομική διεύθυνση της καταστατικής έδρας τους, με οδό, αριθμό, πόλη, ταχυδρομικό κώδικα, τηλεφωνικό αριθμό, αριθμό τηλεομοιοτυπίας και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 7.

Απαγορεύεται στις Εταιρείες να αντιποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες την επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο των δανειστών-εντολέων τους. 3. Εφόσον ζητηθεί από τον οφειλέτη, οι Εταιρείες υποχρεούνται να παρέχουν σε αυτόν εγγράφως και ατελώς πλήρη και ακριβή αναλυτικά στοιχεία για το ύψος και την προέλευση της ληξιπρόθεσμης οφειλής, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και προσαυξήσεις, όπως αυτές έχουν προσδιορισθεί από τον δανειστή, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την πρώτη προφορική επικοινωνία. 4. Οι εκάστοτε ανατιθέμενες ενέργειες Ενημέρωσης αποτυπώνονται με σαφήνεια στη σύμβαση που διέπει τις σχέσεις δανειστή και Εταιρείας. 5.

Απαγορεύεται στις Εταιρείες να ενεργούν πράξεις, οι οποίες ασκούνται αποκλειστικά από δικηγόρους ή δικαστικούς επιμελητές, όπως έρευνα στα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία, παράσταση σε δημόσιες αρχές, κοινοποίηση δικαστικών ή εξώδικων πράξεων, κίνηση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή σε αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, ΦΕΚ 235 Α’) και του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών (ν. 2318/1995, ΦΕΚ 126 Α’), όπως εκάστοτε ισχύουν.

Απαγορεύεται στις Εταιρείες να αναθέτουν τη δικαστική διεκδίκηση των οφειλών σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές της δικής τους επιλογής, έργο που ανήκει αποκλειστικά στους δανειστές.6. Απαγορεύεται στις Εταιρείες η πρόσβαση σε αρχεία οικονομικής συμπεριφοράς, όπως στην «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», ή σε άλλα αρχεία για τη διακρίβωση της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη. 7.

Οι Εταιρείες τηρούν ηλεκτρονικό αρχείο στο οποίο καταγράφονται τα στοιχεία όλων των τηλεφωνικών επικοινωνιών προς τον οφειλέτη, και ειδικότερα η ημερομηνία, η ώρα και η οφειλή για την οποία έγινε η επικοινωνία. Κατά την έναρξη της επικοινωνίας ο οφειλέτης ενημερώνεται για την καταγραφή των ανωτέρω στοιχείων και τη διάρκεια τήρησής τους.

Τα στοιχεία αυτά καταστρέφονται μετά την πάροδο ενός έτους από την τελευταία επικοινωνία, εκτός αν αιτηθεί τη διατήρησή τους ο οφειλέτης για τα στοιχεία που τον αφορούν ή η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή για τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων του παρόντος νόμου. Τα ανωτέρω στοιχεία απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για οποιονδήποτε σκοπό πέραν του ελέγχου της εκτέλεσης της σύμβασης από τον δανειστή, της τήρησης των διατάξεων του παρόντος νόμου και της υπεράσπισης δικαιώματος των Εταιρειών ενώπιον των δικαστηρίων.

Οι Εταιρείες οφείλουν να παρέχουν, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή μετά από αίτημα της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, εντός δέκα ημερών και χωρίς επιβάρυνση αντίγραφο με τα στοιχεία των τηλεφωνικών επικοινωνιών που αφορούν στο συγκεκριμένο οφειλέτη. Υπεύθυνος επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο ζ’ του ν. 2472/1997 του αρχείου της παρούσας παραγράφου ορίζεται η Εταιρεία, η οποία απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 του ν. 2472/1997.

8. Οι φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών διαθέσιμων στο κοινό, οφείλουν, εφόσον τα τηρούν για το σκοπό της χρέωσης των υπηρεσιών τους, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση στον οφειλέτη ή για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, και εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατάσταση με τα συναφή δεδομένα κίνησης των τηλεφωνικών συνδέσεων, καθώς και τα αναγνωριστικά στοιχεία της ταυτότητας του συνδρομητή της τηλεφωνικής σύνδεσης από την οποία πραγματοποιήθηκε η επικοινωνία με τον οφειλέτη προκειμένου να ελεγχθεί καταγγελία για παραβίαση των διατάξεων του παρόντος νόμου».

Άρθρο 10: «1. Με την επιφύλαξη των κειμένων διατάξεων για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως των νόμων 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’) και 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α’) και άλλων ειδικότερων διατάξεων, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης επιβάλλεται σε βάρος των Εταιρειών και των δανειστών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

Σε περίπτωση υποτροπής το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται και ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να διατάξει και την προσωρινή διαγραφή της Εταιρείας από το Μητρώο για χρονικό διάστημα από ένα (1) έως έξι (6) μήνες και, σε περίπτωση περαιτέρω υποτροπής, μπορεί να διατάξει την οριστική διαγραφή της Εταιρείας.

Ειδικά για τις παραβιάσεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4, της παραγράφου 7 του άρθρου 6 και της παραγράφου 2 του άρθρου 8 από τις οποίες θίγεται το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων φυσικών προσώπων αρμόδια είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Για το ύψος του προστίμου εφαρμόζεται η παρούσα παράγραφος.2. Τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α’) και μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.3.

Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των Εταιρειών από τον παρόντα νόμο και την κείμενη νομοθεσία».

Καλέστε μας:

Σχετικά άρθρα:

ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ; ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ

2310 500 442 - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2392 181 200 - ΠΕΡΑΙΑ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

210 95 85 365 - ΑΘΗΝΑ

Δευτέρα-Παρασκευή 09.00-16.00 και 18.00-20.00 (Δευτέρα – Πέμπτη)
ONLINE ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Cart Overview
Call Now Button