Η αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο
Γράφει ο Μιχαήλ Ζηδιανάκης, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης
Η αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς γονείς όταν το παιδί τους καλείται ως κληρονόμος σε μια κληρονομιά με χρέη. Δυστυχώς, το γεγονός η κληρονομιά να βαρύνεται με χρέη τείνει να γίνει ο κανόνας λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, με τα χρέη σε Δημόσιο και Τράπεζες να βρίσκονται στο κόκκινο.
Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις το ανήλικο τέκνο μπορεί να κληρονομεί παραδείγματος χάριν σημαντική ακίνητη περιουσία αλλά τα χρέη να είναι πολλαπλάσια της αξίας της περιουσίας που κληρονομεί. Σε αυτή την περίπτωση η αποποίηση κληρονομιάς είναι η ενδεδειγμένη λύση.
Για να αποποιηθεί ένα ανήλικο τέκνο θα πρέπει να γίνει δικαστήριο, στο οποίο το τέκνο εκπροσωπείται από τους γονείς του. Το δικαστήριο θα αποφασίσει αν η αποποίηση είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου και εφόσον η απάντηση είναι θετική, χορηγεί ειδική άδεια (δικαστική απόφαση) με την οποία οι γονείς αποποιούνται την ασύμφορη κληρονομιά για λογαριασμό του τέκνου τους.
Παρακάτω θα απαντήσουμε στις ποιο συνηθισμένες ερωτήσεις για την αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο.
Τι είναι η αποποίηση κληρονομιάς;
Αποποίηση, σύμφωνα με το νόμο, είναι η δήλωση βούλησης του κληρονόμου, ότι δεν δέχεται την κληρονομιά που του έχει επαχθεί κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις αποποίησης κληρονομιάς;
Σύμφωνα με το άρθρο 1847 Α.Κ., η αποποίηση της κληρονομιάς πρέπει επί ποινή ακυρότητας να γίνει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου και ότι καταλείπεται σε αυτόν μέρος της κληρονομίας.
Στην επαγωγή από διαθήκη η τετράμηνη προθεσμία αρχίζει μετά τη δημοσίευση της διαθήκης. Εξαίρεση από την τετράμηνη προθεσμία εισάγεται σε δύο περιπτώσεις, στις οποίες η προθεσμία είναι ενός (1) έτους. Η πρώτη εξαίρεση συντρέχει αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό, ενώ η δεύτερη εάν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό.
Επιπροσθέτως, για την έγκυρη αποποίηση, απαιτείται δικαιοπρακτική ικανότητα του κληρονόμου, που επιθυμεί να αποποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι σε περιπτώσεις ανίκανων προσώπων προς δικαιοπραξία, η αποποίηση πρέπει να γίνει από το νόμιμο αντιπρόσωπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο τέκνο.
Τέλος, για την έγκυρη δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς απαιτείται να τηρηθεί και ο σχετικός τύπος, δηλαδή να γίνει με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομιάς.
Εν προκειμένω, αρμοδιότητα έχει το Ειρηνοδικείο της περιφέρειας όπου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του, και αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του.
Ανήλικο πρόσωπο μπορεί να αποποιηθεί κληρονομιά που του έχει επαχθεί;
Για την έγκυρη αποποίηση απαιτείται δικαιοπρακτική ικανότητα. Ωστόσο, στις περιπτώσεις των ανήλικων προσώπων, η αποποίηση μπορεί να γίνει από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, εφόσον ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία.
Ποιοι εκπροσωπούν νόμιμα το ανήλικο τέκνο;
Νόμιμοι εκπρόσωποι του ανήλικου τέκνου είναι οι γονείς του. Σε περίπτωση διαζυγίου, το ανήλικο τέκνο εκπροσωπείται από το γονέα, ο οποίος έχει την επιμέλεια του και την επιμέλεια της περιουσίας του.
Πως γίνεται η αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο τέκνο; Διαδικασία.
Οι νόμιμοι εκπρόσωποι του ανήλικου τέκνου, δηλαδή οι γονείς του, θα πρέπει να ακολουθήσουν τη νόμιμη διαδικασία για την αποποίηση του ανήλικου τέκνου. Ειδικότερα, σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται άδεια από το δικαστήριο, προκειμένου να αποποιηθούν οι γονείς στο όνομα του ανήλικου την κληρονομιά, που του έχει επαχθεί.
Οι γονείς του ανήλικου θα πρέπει να αποδείξουν ότι η αποποίηση της κληρονομίας είναι η επωφελέστερη ενέργεια για το ανήλικο τέκνο τους. Στην περίπτωση, όπου χορηγηθεί η άδεια στους γονείς για την αποποίηση με δικαστική απόφαση, αυτοί θα πρέπει να προχωρήσουν στην ανάλογη δήλωση αποποίησης εξ ονόματος του ανήλικου τέκνου ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου.
Ειδικότερα γίνονται κατά χρονική σειρά τα εξής από τον δικηγόρο που θα προβεί για λογαριασμό των γονέων σε αποποίηση κληρονομιάς ανηλίκου ή ανηλίκων.
1ο Βήμα:
Κατάθεση της αιτήσεως για αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο πρόσωπο. Η διαδικασία ξεκινά με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου από τον Δικηγόρο στο αρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο.
Αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο της κατοικίας του ανήλικου τέκνου. Η προθεσμία του τετραμήνου αναστέλλεται από την στιγμή της κατάθεση της αιτήσεως
2ο Βήμα:
Ακολουθεί ο ορισμός της δικασίμου, ημερομηνία κατά την οποία οι γονείς θα κληθούν να παρασταθούν ενώπιον του Δικαστηρίου (στην πράξη δεν χρειάζεται η αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους καθώς εκπροσωπούνται από τον δικηγόρο τους). Στο δικαστήριο πρέπει να αποδειχθεί ότι η αποποίηση της κληρονομιάς είναι η πιο συμφέρουσα για το τέκνο τους ενέργεια. Η απόδειξη γίνεται με μάρτυρες και έγγραφα.
3ο Βήμα:
Η έκδοση της απόφασης αποποίησης ανηλίκου που χορηγεί την σχετική άδεια σηματοδοτεί την συνέχιση της προθεσμίας η οποία είχε ανασταλεί με την κατάθεση της αίτησης. Οι γονείς ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος πρέπει να καταχωρήσουν την απόφαση για να τελεστεί και ολοκληρωθεί η αποποίηση κληρονομιάς ανηλίκου
Ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την άδεια αποποίησης στο όνομα του ανηλίκου;
Αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο οι γονείς καταθέτουν αίτηση για άδεια αποποίησης στο όνομα του ανήλικου τέκνου τους είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο ανήλικος ή έχει τη συνήθη διαμονή του, το οποίο συνεδριάζει με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Ποια είναι τα δικαιολογητικά για την αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο;
Τα βασικά δικαιολογητικά που χρειάζονται να προσκομιστούν στον δικηγόρο για αποποίηση κληρονομιάς ανηλίκου είναι τα εξής:
- Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου
- Πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών
- Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης των γονέων του ανήλικου τέκνου
- Δήλωση αποποίησης κληρονομιάς των γονέων του ανήλικου τέκνου
- Πιστοποιητικό μη δημοσίευσης διαθήκης
- Ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου
Υπάρχει προθεσμία για την αποποίηση του ανήλικου τέκνου;
Σύμφωνα με τον νόμο, ο κληρονόμος μπορεί και πρέπει επί ποινή ακυρότητας να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της.
Στην περίπτωση, όπου η κληρονομία επάγεται σε πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία, η γνώση της επαγωγής και του λόγου της ελέγχεται στο πρόσωπο του νόμιμου αντιπροσώπου. Έτσι, αναφορικά με τον ανήλικο που βρίσκεται υπό γονική μέριμνα το στοιχείο της γνώσης, προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία των τεσσάρων (4) μηνών της αποποίησης, κρίνεται από το πρόσωπο του γονέα που την ασκεί. Δηλαδή, η προθεσμία της αποποίησης ξεκινά από τότε που οι γονείς του ανήλικου έμαθαν ότι το τέκνο τους κατέστη κληρονόμος.
Η προθεσμία αποποίησης αναστέλλεται, κατά το άρθρο 1847 Α.Κ., για όσους λόγους αναστέλλεται και η παραγραφή. Γίνεται δεκτό ότι αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, που αναστέλλει την προθεσμία αποποίησης, ο χρόνος από τότε που ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανικάνου προσώπου εμπρόθεσμα υπέβαλε στο δικαστήριο την αίτηση να του παρασχεθεί άδεια για αποποίηση.
Δηλαδή τετράμηνη προθεσμία για την αποποίηση αναστέλλεται από την ημέρα που ο γονέας του ανηλίκου κληρονόμου καταθέσει στο δικαστήριο αίτηση για παροχή άδειας αποποίησης για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου του μέχρι και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης αυτής.
Μπορεί το ανήλικο να αναμένει την ενηλικίωση του, προκειμένου να αποποιηθεί;
Όχι, το ανήλικο δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία, που του έχει επαχθεί όταν ενηλικιωθεί. Ισχύει, δηλαδή, και για το ανήλικο πρόσωπο, η τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης, στην οποία υπόκεινται όλοι οι κληρονόμοι. Αν λάβει χώρα μεταγενέστερη αποποίηση, δηλαδή όταν ενηλικιωθεί ο ανήλικος κληρονόμος, τότε αυτή είναι άκυρη ως εκπρόθεσμη και δεν έχει κανένα αποτέλεσμα.
Τι θα συμβεί αν δεν προβούν οι γονείς στην αίτηση για αποποίηση εξ ονόματος του ανήλικου τέκνου τους εντός της τετράμηνης προθεσμίας;
Αν εντός της προθεσμίας προς αποποίηση δεν υποβληθεί η σχετική αίτηση από τους γονείς, η παρέλευσή της συνεπάγεται πλασματική κτήση της κληρονομίας σε βάρος του ανηλίκου, εφόσον δεν οφείλεται πραγματικά στη βούληση του ανήλικου να γίνει κληρονόμος. Αυτό ισχύει, έστω και αν ο ανήλικος κληρονομεί με το ευεργέτημα της απογραφής, υποχρεούμενος, βέβαια, εντός έτους από της ενηλικιώσεώς του να συντάξει την απογραφή ώστε να μην εκπέσει αυτού.
Υπάρχει δυνατότητα να ακυρωθεί η πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς;
Μετά την τετράμηνη προθεσμία, υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του ανηλίκου, με την άσκηση αγωγής αναγνώρισης ακυρότητας πλασματικής αποδοχής στο αρμόδιο δικαστήριο.
Η δυνατότητα αυτή συντρέχει όταν αποδειχθεί ότι η παρέλευση άπρακτης της τετράμηνης προθεσμίας οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη των γονέων του ανήλικου. H πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία.Περιπτώσεις ουσιώδους πλάνης αποτελούν π.χ. εάν ο γονέας από, από εσφαλμένη πληροφόρηση πίστευε ότι το ανήλικο τέκνο μπορεί να προβεί σε αποποίηση κληρονομιάς μόνο του όταν γίνει 18 ετών και δεν κληρονομεί μέχρι τότε, επειδή είναι ανήλικο ή εάν αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς.
Σε ποιες πράξεις μπορεί να προβεί ο ανήλικος κληρονόμος μέχρι να ενηλικιωθεί;
Ο νόμος δίνει το δικαίωμα στο ανήλικο τέκνο και χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, να προβεί στην αποδοχή της επαχθείσας σε αυτό κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι το ανήλικο τέκνο αποδέχεται την κληρονομιά, περιορίζεται όμως η ευθύνη του για τα τυχόν χρέη της κληρονομιάς, μέχρι το ενεργητικό της. Επομένως, το ανήλικο τέκνο μέχρι την ενηλικίωση του μπορεί, χωρίς να αναλάβουν σχετικά οι νόμιμοι εκπρόσωποι τη διαδικασία της άδειας από το δικαστήριο, να προβεί στην αποδοχή της κληρονομιάς.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να επιλεγεί η αποποίηση κληρονομίας για το ανήλικο τέκνο;
Είναι γνώριμη η κατάσταση κατά την οποία οι γονείς ενός ανήλικου τέκνου αποποιούνται λόγω της ύπαρξης χρεών της κληρονομιάς συγγενικού τους προσώπου, και ως επόμενο πρόσωπο στην κληρονομική διαδοχή καλείται το ανήλικο τέκνο τους. Ο βασικότερος, λοιπόν, λόγος αποποίησης του ανήλικου τέκνου αφορά την ύπαρξη υπέρογκων χρεών, τα οποία γνωρίζουν οι κληρονόμοι και τα οποία μπορεί και να ξεπερνούν το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας. Συνεπώς, η αποποίηση της κληρονομίας λειτουργεί προς το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, αποτελώντας την επωφελέστερη γι’ αυτό ενέργεια.
Παρατίθενται τα σχετικά άρθρα του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας:
Άρθρο 1846 ΑΚ: «Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198.»
Άρθρο 1847 ΑΚ: «Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους. Η προθεσμία αναστέλλεται από τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή.»
Άρθρο 1848 ΑΚ: «Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. Για αποποίηση που γίνεται με αντιπρόσωπο απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Το δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία που του έχει επαχθεί εξ αδιαθέτου.»
Άρθρο 1527 ΑΚ: «Η κληρονομιά που επάγεται στο ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό. Τρίτοι, που έχουν έννομο συμφέρον, μπορούν να αξιώσουν από το γονέα ο όποιος έχει τη διοίκηση να συντάξει απογραφή μέσα σε τέσσερις μήνες το βραδύτερο.»
Άρθρο 797 ΚΠολΔ: «Όταν σύμφωνα με το νόμο ζητείται να δοθεί άδεια να ενεργήσουν κάποια πράξη ο ανήλικος, αυτός που ασκεί τη γονική μέριμνα, ο επίτροπος ανηλίκου, ο δικαστικός συμπαραστάτης ενηλίκου, ο ίδιος ο ενήλικος που βρίσκεται σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης, ο κληρονόμος από απογραφή, ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο εκτελεστής διαθήκης, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του ανηλίκου ή αυτού που τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση ή το δικαστήριο της κληρονομίας. Για τις περιπτώσεις της δικαστικής επιμέλειας ξένων υποθέσεων αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής αυτού που ζητεί το διορισμό του επιμελητή ή του τόπου όπου θα διεξαχθεί κυρίως η διαχείριση της υπόθεσης.»
Άρθρο 810 ΚΠολΔ: «Δικαστήριο της κληρονομίας είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους.»
Παρατίθεται σχετική νομολογία με θέμα η αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο κάτοικο εξωτερικού.
Αριθμός Απόφασης 29/2020 (Ειρ. Καλλιθ.)
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710, 1711, 1846, 1847, 1854 και 1856 ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα. Ο κληρονόμος με το θάνατο του κληρονομουμένου αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά, ωστόσο η κτήση αυτή, όπως και το αντίστοιχο κληρονομικό δικαίωμα, είναι προσωρινή, επειδή σ’ αυτόν αναγνωρίζεται δικαίωμα αποποίησής της, ανεξάρτητα από το γενεσιουργό λόγο κληρονομικής διαδοχής (διαθήκη, νόμο) με βάση τον οποίο καλείται στην κληρονομιά.
Η αποποίηση της κληρονομιάς μπορεί και πρέπει επί ποινή ακυρότητας να γίνει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1847 ΑΚ (βλ. Αστ. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1847-1848, αριθ. 7, 10, Ε. Βουζίκας,
Κληρονομικόν Δίκαιον [1972], §18.ΙΙΙ.1), η οποία είναι κατά κανόνα τετράμηνη (με εξαίρεση δύο περιπτώσεις, στις οποίες η προθεσμία είναι ενός έτους) και αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή και το λόγο της.
Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, η επαγωγή σε εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε και στην περίπτωση αυτή επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί, αν αυτός που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η τετράμηνη (ή ενιαύσια) προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει από την γνώση της αποποίησης του προηγούμενου και της εξαιτίας αυτής κλήσης του κληρονόμου. Η προθεσμία της αποποίησης, μάλιστα, τρέχει, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, και κατά προσώπων ανίκανων προς δικαιοπραξία.
Εάν η κληρονομιά επάγεται σε πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία, η γνώση της επαγωγής και του λόγου της ελέγχεται στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου (βλ. ΑΠ 493/2003, ΜΠρΠειρ 5721/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση ανηλίκου που τελεί υπό γονική μέριμνα το στοιχείο της γνώσης, προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η αποκλειστική προθεσμία της αποποίησης, κρίνεται στο πρόσωπο των γονέων του.
Επιπλέον, η προθεσμία αυτή αναστέλλεται, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 1847 παρ. 3 ΑΚ, για τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 255 και 258 ΑΚ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1526, 1625 περ. 1 ΑΚ και 797 ΚΠολΔ, για την αποποίηση κληρονομιάς για λογαριασμό ανηλίκου, πρέπει να υποβληθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο αίτηση από τους ασκούντες την γονική αυτού μέριμνα γονείς και να χορηγηθεί η σχετική άδεια.
Κατά τον χρόνο τούτο, λοιπόν, δηλαδή από την υποβολή της αίτησης για την παροχή άδειας για αποποίηση κληρονομιάς, που γίνεται για λογαριασμό ανηλίκου, και μέχρι την δημοσίευση της σχετικής απόφασης αναστέλλεται, κατά το άρθρο 255 εδ. α’ ΑΚ, η προθεσμία προς αποποίηση λόγω ανωτέρας βίας, αφού η αποποίηση της κληρονομιάς που θα γίνει από τους ασκούντες την γονική μέριμνα γονείς, εξαρτάται από γεγονός που δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη, και με την λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και δη απο την παροχή άδειας εκ μέρους του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 338/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τη διάταξη του άρθρου 797 εδ. α’ ΚΠολΔ προσδιορίζεται το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για την παροχή της κατά το νόμο – δηλαδή το ουσιαστικό δίκαιο – απαιτούμενης άδειας, η οποία αποτελεί απαραίτητο όρο για την ενεργοποίηση των εννόμων συνεπειών ορισμένων πράξεων που ενεργούνται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου. Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, καταρχήν με βάση την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 797 του ΚΠολΔ, είναι το ειρηνοδικείο της συνήθους διαμονής του ανηλίκου. Ο ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα έχει κατοικία την κατοικία των γονέων του ή του γονέα που ασκεί μόνος του τη γονική μέριμνα (άρθρο 56 παρ. 1 εδ. α’ΑΚ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία, με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις.
Αρκεί συνεπώς για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας να συντρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου (αρχή της εδαφικότητας), ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (22-26) ή ειδική (27- 40) βάση. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διαταξη του άρθρου 741 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όταν δεν ρυθμίζεται άλλως, προσδιορίζεται με βάση τη lex fori και ειδικότερα με βάση το άρθρο 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 782-866 ΚΠολΔ ή άλλων συναφών ρυθμίσεων, που καθορίζουν κατά υπόθεση το αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο.
Η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται κατά τρόπο αποκλειστικό με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, χωρίς να είναι δυνατή η παράλληλη εφαρμογή άλλων συνδέσμων, λ.χ. των άρθρων 22-40 ΚΠολΔ που ρυθμίζουν άλλως τη δωσιδικία των διαφορών (Βλ. ΕφΑΘ 3839/1983 Αρμ 1983, 981, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ II, 2000, Εισαγ. 739-866, αριθ. 17, σελ. 1461).
Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 740 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, καταρχήν, εφόσον η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται κατά το αυτόνομο εσωτερικό δίκαιο, αποκλείεται η θεμελίωση ή ο αποκλεισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων με μόνη τη βούληση των ενδιαφερομένων (ΠΠρΑΘ 407/1995 ΛΕΕ 1995, 622, ΕιρΑΘ 996/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/ Νικάς, ΕρμΚΠολΔ, ό.π., σελ. 1462, Μητσόπουλος 163).
Ωστόσο, η αρχή της εδαφικότητας μπορεί να παραμερισθεί δυνάμει διεθνών συμβάσεων, όπως τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 28 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι διεθνείς συμβάσεις υπερισχύουν όταν περιλαμβάνουν διαφορετική ρύθμιση έναντι των κοινών νόμων, όχι όμως και έναντι των συνταγματικών διατάξεων (ΑΠ Ολ 29/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ετσι, οι πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται εφόσον δεν συντρέχει διμερής ή πολυμερής σύμβαση ή Κανονισμός (ΕΕ), που καθορίζει διαφορετικά τη διεθνή δικαιοδοσία. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει και ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (Βλ. σχετ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα ό.π., αριθ. 18, σελ. 1461), ο οποίος υπερισχύει έναντι των διατάξεων του ελληνικού δικονομικού δικαίου (Βλ. ΠΠρΑΘ 283/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αλλά και κάθε αντίθετης σ’ αυτόν διάταξης, αφού το εσωτερικό δίκαιο υποχωρεί έναντι του ενωσιακού δικαίου, το οποίο υπερισχύει.
Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1 στοιχείο β και παράγραφος 2 στοιχ. β’, γ’ και ε’ του εν λόγω Κανονισμού (ΕΚ) 2201 /2003, συνάγεται ότι ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, και στην ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, ιδίως την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς, το διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του, τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του Κανονισμού 2201/2003, ο όρος «γονική μέριμνα» περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία, όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού, ενώ κατά το άρθρο 2 παράγραφος 8 του εν λόγω Κανονισμού, ο όρος «δικαιούχος γονικής μέριμνας» προσδιορίζει κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 1 του ίδιου Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 3 του ως άνω Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον:
α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους και
β) η αρμοδιότητα [διεθνής δικαιοδοσία] των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενο μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα [διεθνής δικαιοδοσία] είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Ως ενδιαφερόμενο μέρη, πέραν από τους μετέχοντες δικαιούχους της γονικής μέριμνας, νοούνται και τρίτα πρόσωπα, εφόσον νομιμοποιούνται κατά τη lex fori ως διάδικοι στη σχετική διαδικασία (Βλ. Κράνης σε Αρβανιτάκη – Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 κατ’ άρθρο ερμηνεία, σελ. 148-149, ιδίως σημείωση 28).
Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να συντρέχει αποδοχή της παρέκτασης είναι η ημερομηνία που επιλήφθηκε το δικαστήριο, δηλαδή ο χρόνος της κατάθεσης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης, όπως ορίζει το άρθρο 16 του Κανονισμού.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού εμπίπτει και η αίτηση γονέων ασκούντων την επιμέλεια του προσώπου ανηλίκου για παροχή δικαστικής άδειας αποποίησης της επαχθείσας σε αυτό κληρονομιάς, εφόσον η άδεια προβλέπεται από το άρθρο 1625 περ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1526 ΑΚ και στην περίπτωση της διαχείρισης της περιουσίας του ανηλίκου από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, και ως εκ τούτου συνιστά μέτρο προστασίας του ανηλίκου τέκνου κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφο, 1 στοιχ. β` και 2 στοιχείο ε` tου Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα αφού με το μέτρο αυτό προστατεύετε το ανήλικο από την απόκτηση περιουσίας που ενδέχεται να βαρύνετε με χρέη.
Επομένως, στην περίπτωση αυτή, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καταρχάς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους-μέλους στο οποίο κατοικεί ο γονέας ή οι ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, εκτός εάν υπάρχει δυνατότητα παρέκτασης κατ` άρθρο 12 παρ. 3, οπότε αρμόδια μπορούν να καταστούν και τα δικαστήρια του κράτους-μέλους της ιθαγένειας του ανηλίκου, εφόσον η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία μου επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού, η οποία κρίνετε κατά περίπτωση, κρινόμενης της διεθνούς δικαιοδοσίας αποκλειστικά και μόνο βάσει του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα,
Ενόψει του ότι ο εν λόγω Κανονισμός αποτελεί ενωσιακό δίκαιο και έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη και ως εκ τούτου ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει, όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο (Βλ.. ΠΠρΠειρ 1052/2016 1 αδημ.), ενώ o ΚΠολΔ απλά αποτελεί τυπικό νόμο, οπότε ο τελευταίος ισχύει μόνο στην περίπτωση που δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα κανόνας που προκύπτει άμεσα από το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος.
Και ναι μεν οι διαφορές σχετικά με την κληρονομική διαδοχή αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η αίτηση ωστόσο αποποίησης κληρονομιάς δεν συνιστά διαφορά σχετική με την κληρονομική διαδοχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο στ`, του Κανονισμού αυτού και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο φαρμογης του Κανονισμού 650/2012 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημοσίων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, διότι με το άρθρο 1, παράγραφος 2 στοιχείο β, του εν λόγω Κανονισμού τα θέματα νομικής ικανότητας των φυσικών Προσώπων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω μπορεί να θεμελιωθεί τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση και διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την παροχή άδειας αποποίησης κληρονομιάς στους γονείς Ελληνα ανηλίκου, ακόμη και αν ο ανήλικος διαμένει με τους γονείς του σε κράτος-μέλος της Ε.Ε., εφόσον η αίτηση κατατέθηκε ανεπιφύλακτα από αυτούς ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου και η κατ` αυτόν τον τρόπο θεμελιούμενη αρμοδιότητα εξυπηρετεί το συμφέρον του ανηλίκου, ιδίως όταν έτσι διευκολύνεται η συλλογή αποδείξεων ή η υπό ενέργεια πράξη της αποποίησης, ώστε να παρέχεται η κατά το δυνατόν ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία δικαίου.
Τούτο άλλωστε θα μπορούσε να γίνει δεκτό και υπο το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 740 επ. ΚΠολΔ και της ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την εφαρμοζόμενη στην παραπάνω περίπτωση διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπό την έννοια ότι σε αυτήν τη διαδικασία οι σχετικές διατάξεις έχουν απλώς καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή, αφού κρίσιμο είναι το στοιχείο της δικαστικής αντίληψης ή πρόνοιας, οπότε σε κάθε περίπτωση που υφίσταταται ανάγκη αντίληψης ή πρόνοιας Ελληνα πολίτη μη κατοικούντος στην Ελλάδα
(όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση αίτησης παροχής άδειας σε γονείς Ελληνα ανηλίκου που δεν κατοικούν στην Ελλάδα για αποποίηση κληρονομικού δικαιώματος εκ του θανάτου Ελληνα πολίτη) που προσφεύγει ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να θίγονται δικαιώματα τρίτων (αλλοδαπών ή μη κατοίκων Ελλάδας), να μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων με κριτήριο την ιθαγένεια ή και άλλους συνδέσμους τοπικής αρμοδτστητας, πλην της κατοικίας του ανηλίκου (βλ. σχετ. και άρθρο 780 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 1661/2005 ΕλΔτκ 2006, 282, ΜΠρΘεσ 13908/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, Γ. Μητσόπουλος ΠολΔικ 1972 τ.α. σελ. 156, Π. ΑρΒανιτάκης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ αρθ. 740 σημ. 6, Κλάμαρη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΕρμΑΚ τομο; X Ειααγ. 1956 – 1966, Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ υπ’ αρθ. 740).
Με γνώμονα τα παραπάνω, ότι δηλαδή η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν είναι σταθερή, αλλά με την ελαστικότητα που τη διακρίνει προσαρμόζεται στις εκάστοτε περιστάσεις, γι` αυτό καταρχήν δεν υφίσταται ανάγκη για το νομοθετικό καθορισμό περιπτώσεων αποκλειστικής τοπικής αρμοδιότητας, ως μέσων για την προνομιακή ικανοποίηση συμφερόντων παρά μόνον εξαιρετικά οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι και εκείνες ακόμη οι διατάξεις, οι οποίες για ειδικές υποθέαεις καθορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο (όπως λ.χ. η διάταξη του άρθρου 797 ΚΠολΔ), δεν καθορίζουν κατά κανόνα αποκλειστική αρμοδιότητα (βλ. contra ΜΠρΑΘ 477/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά απλώς και μόνο έχουν καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή.
Συνακόλουθα, τοπική αρμοδιότητα στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας θα πρέπει κάθε φορά να έχει εκείνο το δικαστήριο που, εξαιτίας των τοπικών συνθηκών, είναι σε θέση να χορηγήσει τη ζητούμενη δικαστική προστασία, δηλαδή να διατάξει τα ζητούμενα διαπλαστικά ή διαπιστωτικά ρυθμιστικά μέτρα κατά τρόπο ταχύτερο, αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο, εκτός αν κατ` εξαίρεση συντρέχει ισχυρότερο δημόσιο ή άλλο ιδιωτικό συμφέρον που να δικαιολογούν διαφορετική ρύθμιση (ΜΠρεΘεσ 13908/2011 ο.π., Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ τόμος Δ`, 1996, σελ.406).
Επομένως, τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία παρουσιάζει κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον για την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης από το υλικά αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο απευθύνεται η αίτηση. Αλλωστε η προϋπόθεση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου που δικάζει είναι απλά και μόνο μια ειδικότερη μορφή εξειδίκευσης της έννοιας του γενικότερου έννομου συμφέροντος, ως προϋπόθεση για την παροχή ένδικης προστασίας.
Στην περίπτωση ειδικότερα αποποίησης κληρονομίας για λογαριασμό ανηλίκου, το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται με αυτό του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Συντάγματος. Στο πλαίσιο της εξέτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, αλλά αποκλειστικώς το συμφέρον του παιδιού από την άποψη της διιε8νούς δικαιοδοσίας, ήτοι το δικονομικό του συμφέρον όσον αφορά το ζήτημα ποιάς χώρας τα δικαστήρια είναι σε θέση να κρίνουν καλύτερα τη σχετική υπόθεση.
Ως εκ τούτου, απλώς και μόνο με την κατάθεση της οικείας αίτησης γνωστοποιείται στο δικαστήριο και στους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία ότι οι αιτούντες επιθυμούν να επιληφθεί της υπόθεσης το δικαστήριο αυτό. Βεβαίως, ένα δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί υπόθεσης αν δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία προς τούτο. Επομένως, μολονότι η βούληση να εκδοθεί απόφαση επί ζητήματος που ετέθη ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ασφαλώς και δεν συνιστά αφ` εαυτή ρητή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, υποδηλώνει πάντως ανεπιφύλακτα την εν λόγω αποδοχή. Αμφιβολίες ενδέχεται να προκληθούν, ωστόσο, από το ότι στον τίτλο του άρθρου 12 του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα δεν αναφέρεται ο όρος “αποδοχή”, αλλά χρησιμοποιείται ο όρος “παρέκταση”.
Αντί ο νομοθέτης να επαναλάβει τον όρο “παρέκταση” που χρησιμοποιείται στον τίτλο, στην εξειδίκευση του ζητήματος στις συγκεκριμένες παραγράφους του άρθρου 12 του Κανονισμού, χρησιμοποιεί τον όρο “αποδοχή”. Η αποδοχή, ωστόσο, έχει περισσότερο παθητικό χαρακτήρα. Δεν απαιτεί την ύπαρξη πρόθεσης να επηρεαστεί η διεθνής δικαιοδοσία και να δημιουργηθεί νέα δικαιοδοσία, ήτοι να απόνεμηθεί διεθνής δικαιοδοσία στα δικαστήρια κράτους μέλους που δεν θα είχαν άλλως διεθνή δικαιοδοσία.
Αν αρκεί η αποδοχή και δεν απαιτείται παρέκταση υπό τη στενή της έννοια που ενέχει πρόθεση καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, το κριτήριο καθίσταται λιγότερο περιοριστικό. Αυτό συμβαίνει επειδή η αποδοχή δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη θεμελίωση της εν λόγω διεθνούς δικαιοδοσίας απαιτείται ταυτόχρονα και η ύπαρξη στενής σχέσης του παιδιού με το κράτος μέλος του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, η οποία αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο που εγγυάται την ύπαρξη κάποιου αντικειμενικού δεσμού μεταξύ της δίκης και του εν λόγω κράτους.
Μόνο τα δικαστήρια κρατών μελών, με τα οποία το παιδί έχει στενή σχέση, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο σ’, του Κανονισμού, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αποδοχής βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β’, του Κανονισμού, η οποία ως εκ τούτου μπορεί να αφορά περιορισμένο μόνο αριθμό κρατών μελών, δηλαδή μόνο εκείνα με τα οποία υπάρχει στενή σχέση εν πόση περιπτώσει.
Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση που δικαιούχος γονικής μέριμνας καταθέτει αίτηση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, απλώς και μόνο η κατάθεση της αίτησης συνεπάγεται την εκ μέρους του εν λόγω διαδίκου ανεπιφύλακτη αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β’, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 748 παρ. 2 και 750 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αντίγραφο της αίτησης με σημείωση για τον προσδιορισμό της δικασίμου πρέπει να κοινοποιείται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου, ο οποίος δικαιούται να παρίσταται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και ενώπιον του ειρηνοδικείου.
Ο εισαγγελέας πρωτοδικών είναι αυτοδικαίως εκ του νόμου διάδικος στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει δικαίωμα να ενεργεί κάθε διαδικαστική πράξη, όπως ενδεικτικά να ασκεί ένδικα μέσα, ανεξαρτήτως αν κλητεύθηκε ή όχι στη συζήτηση και ανεξαρτήτως αν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση (ΕφΑΘ 3834/2011 ΕλλΔνη 2011,1067, Μ. Μαργαρίτης – Μαργαρίτη ΕρμΚΠολΔ άρθ. 750 αριθ. 1).
Ο εισαγγελέας ενεργεί ως εκπρόσωπος του κράτους προασπιζόμενος το δημόσιο συμφέρον, δεν αποτελεί όμως «ενδιαφερόμενο» μέρος της διαδικασίας με την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, διότι τούτος δεν έχει ίδιο έννομο συμφέρον αλλά ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κύριας δίκης για τη χορήγηση άδειας αποποίησης κληρονομιάς για λογαριασμό ανηλίκου, ο εισαγγελέας έχει αποστολή σιωπηρού (παθητικού) παρατηρητή και προστάτη, που διαθέτει δικαίωμα ενημέρωσης και την εξουσία να ασκεί τα δικονομικά δικαιώματα διαδίκου, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη του χαρακτήρα της αποστολής του εισαγγελέα και του δικαιώματος του να παρεμβαίνει αναλόγως εφόσον επιθυμεί και να αναταχθεί στην εκ μέρους των γονέων επιλογή των ελληνικών δικαστηρίων, η εκ μέρους του σιωπηρή συναίνεση πρέπει να θεωρηθεί επαρκής για να συναχθεί από αυτήν ανεπιφύλακτη αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας, στο βαθμό που αυτός έχει όντως λάβει την αρχική κοινοποίηση σχετικά με την αίτηση των γονέων.
Κατόπιν των παραπάνω, εφόσον στην υπό κρίση περίπτωση συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκασή της κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ, άρθρο 12 παρ. 3 του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα)»
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τη διαδικασία που απαιτεί η αποποίηση κληρονομιάς από ανήλικο , και γενικότερα για κληρονομικά θέματα μπορείτε να απευθύνεστε στα δικηγορικά μας γραφεία στα παρακάτω τηλέφωνα.
Θεσσαλονίκη: 2310 500 442
Περαία Θεσσαλονίκης: 2392 181 200
Αθήνα: 210 9585365
(Ώρες επικοινωνίας Δευτέρα – Παρασκευή: 09:00-14:30 & 18:00-20:00 – εκτός απογεύματος Τετάρτης)