Καταδολίευση δανειστών και μεταβίβαση ακινήτου με δόλο: Γράφει ο Μιχαήλ Ζηδιανάκης, δικηγόρος – διαμεσολαβητής
Πολλές φορές, η συσσώρευση χρεών και η πίεση προς καταβολή τους, μπορεί να φέρει ακόμα και έναν αρχικά καλόπιστο οφειλέτη σε πλήρη απόγνωση και στον πειρασμό να σκεφτεί τρόπους διαφυγής από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, ο οφειλέτης επιλέγει ως ύστατη λύση, προκειμένου να περισώσει τα όποια περιουσιακά του στοιχεία, να τα «πουλήσει όλα» σε οικεία πρόσωπα, ώστε να αποξενωθεί, τουλάχιστον τυπικά, από αυτά και να παρελκύσει την ικανοποίηση των δανειστών του, δηλαδή να πράξει καταδολιευτικά.
Μεταβίβαση ακινήτου για αποφυγή κατάσχεσης:
Επί της ουσίας δηλαδή καταδολίευση με απλά λόγια είναι όταν μεταβιβάζω – πουλάω – δωρίζω ένα ακίνητο με σκοπό να το «σώσω» από το δανειστή μου συνήθως Τράπεζα.
Η αύξηση των κόκκινων δανείων και οι εντεινόμενες κατά τα τελευταία έτη προσπάθειες των τραπεζών να εισπράξουν τις απαιτήσεις από τα δάνεια που έχουν χορηγήσει έχουν συντελέσει στην αύξηση των δικαστικών διαφορών με αντικείμενο την καταδολίευση δανειστών. Επί του παρόντος άρθρου, θα αναλυθούν οι προϋποθέσεις ύπαρξης καταδολίευσης δανειστών, οι συνέπειες αυτής και οι δικονομικές δυνατότητες που παρέχονται.
Τι είναι η καταδολίευση δανειστών – μεταβίβαση με δόλο;
Ειδικότερα, ως καταδολίευση δανειστών ορίζεται η απαλλοτρίωση στην οποία προβαίνει ο οφειλέτης των περιουσιακών του στοιχείων είτε ολικά είτε μερικά, η μεταβίβαση, δηλαδή, αυτών με σκοπό να στερήσει από τον δανειστή τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί από τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Συνέπεια, της ενέργειας αυτής είναι οι δανειστές να μη βρίσκουν περιουσία στο όνομα του οφειλέτη και επομένως να μη μπορούν να προχωρήσουν σε ενέργειες κατάσχεσης, προκειμένου να ικανοποιηθούν.
Μεταβίβαση με δόλο μπορούμε να έχουμε με γονική παροχή, πώληση ή δωρεά.
Σύμφωνα με το άρθρο 939 ΑΚ: «Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επομένων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους» ενώ το άρθρο 941 ΑΚ ορίζει ότι: «Η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν αυτός υπέρ του οποίου έγινε (τρίτος) γνώριζε ότι ο οφειλέτης της απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Τεκμαίρεται ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο.
Το τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής».
Ως πράξη απαλλοτρίωσης νοείται οποιαδήποτε εκούσια διάθεση ή εκποίηση με δικαιοπραξία περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων και των χαριστικών διαθέσεων που γίνονται χάριν ελευθεριότητας, όπως π.χ. η δωρεά και η γονική παροχή. Ο νομοθέτης προέβλεψε ότι και η γονική παροχή συνιστά μέσο καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης γιατί η εκπλήρωση της ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών του ούτε τη μη εκπλήρωση των νομικών του υποχρεώσεων.
Να σημειωθεί ότι στην έννοια της απαλλοτρίωσης υπόκεινται μόνο οι εκούσιες απαλλοτριώσεις και όχι οι δι’ αναγκαστικού πλειστηριασμού σε βάρος του οφειλέτη. Όπως ορίζει και το άρθρο 940 ΑΚ: «Δεν αποτελεί απαλλοτρίωση η αποποίηση από τον οφειλέτη κληρονομίας ή κληροδοσίας. Δεν θεωρείται απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Η δόση αντί καταβολής είναι απαλλοτρίωση».
Πότε ακυρώνεται η μεταβίβαση ακινήτου ( γονική παροχή, πώληση, δωρεά) λόγω δόλου;
Οι όροι και οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να υφίσταται καταδολίευση δανειστών είναι οι εξής και να γίνει έτσι ακύρωση πώλησης ή ακύρωση γονική παροχής:
Πρώτη προϋπόθεση: Η ύπαρξη απαίτησης, η οποία έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης. Γίνεται δεκτό ότι η απαίτηση του δανειστή θα πρέπει να είναι «γεγενημένη» και μέχρι το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεστεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής ενώ επιπλέον αυτή πρέπει να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής.
Πρέπει δε να αναφερθεί ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δεν απαιτείται δικαστική βεβαίωση της απαίτησης, ούτε να έχει εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο ούτε και δυνάμει αυτού να έχει προβεί ο δανειστής σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη και αυτή να έχει αποβεί άκαρπη
Δεύτερη προϋπόθεση: Η πράξη της απαλλοτρίωσης από τον οφειλέτη να έχει γίνει με σκοπό τη βλάβη του δανειστή (δόλος). Ο οφειλέτης θα πρέπει να απαλλοτριώνει την περιουσία του γνωρίζοντας πως οφείλει στον δανειστή του και με σκοπό να μη μπορέσει ο δανειστής να ικανοποιήσει τη σχετική αξίωση του από το στοιχείο ή τη περιουσία την οποία απαλλοτριώνει, ο οποίος έτσι θα υποστεί βλάβη.
Συνεπώς, θα πρέπει να γνωρίζει πως με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών.
Σημειώνεται ότι αρκεί και ενδεχόμενος δόλος του οφειλέτη, ενώ αν δεν υπάρχει γνώση του οφειλέτη της βλάβης που πρόκειται να προκαλέσει στον δανειστή τότε η απαλλοτρίωση δε μπορεί να θεωρηθεί καταδολιευτική, ακόμη και αν η άγνοια του οφείλεται σε βαριά αμέλεια.
Τρίτη προϋπόθεση: Γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών. Αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση πρέπει να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Η γνώση του τρίτου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή η πρόθεση του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης θα πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Ωστόσο, δεν απαιτείται πρόθεση του τρίτου προσώπου να βλάψει το δανειστή.
Επιπροσθέτως, τεκμαίρεται ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και μπορεί να καταλυθεί με την απόδειξη του αντίθετου, ενώ δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής.
Με την πρόβλεψη αυτού του τεκμηρίου ενιαύσιας διάρκειας επέρχεται αντιστροφή του βάρους απόδειξης με αποτέλεσμα να πρέπει να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η μεταβίβαση και το οποίο βρίσκεται σε στενή συγγενική σχέση με αυτόν δε γνώριζε ούτε την αφερεγγυότητα ούτε τη γνώση του οφειλέτη.
Με την πρόβλεψη αυτού του τεκμηρίου ενιαύσιας διάρκειας επέρχεται αντιστροφή του βάρους απόδειξης με αποτέλεσμα να πρέπει να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η μεταβίβαση και το οποίο βρίσκεται σε στενή συγγενική σχέση με αυτόν δε γνώριζε ούτε την αφερεγγυότητα ούτε τη γνώση του οφειλέτη.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία π.χ. δωρεά δεν απαιτείται η αναφερόμενη γνώση του τρίτου (άρθρο 942 ΑΚ)
Τέταρτη προϋπόθεση. Αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη θα πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε και κρίνεται και η βλάβη των δανειστών.
Είναι αδιάφορο αν οι ενδεχόμενοι συνοφειλέτες ή εγγυητές έχουν επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή καθώς η αφερεγγυότητα εντοπίζεται και κρίνεται στον κάθε οφειλέτη ξεχωριστά.
Αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις δίδεται στον δανειστή η δυνατότητα, έχοντας το βάρος της απόδειξης να επιδιώξει δικαστικά τη διάρρηξη των απαλλοτριώσεων που έγιναν με καταδολιευτικό τρόπο, ώστε να μπορέσει να ικανοποιηθεί από το περιουσιακό στοιχείο που συνιστά το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης.
Ο δανειστής μπορεί να διεκδικήσει την αξίωση του ασκώντας αγωγή διάρρηξης της απαλλοτρίωσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Η αγωγή διαρρήξεως μπορεί να εγερθεί είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου είτε και κατά των δύο . Η ευθύνη όμως του τρίτου είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από του οφειλέτη, μεταξύ τους όμως δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία. Σημειώνεται ότι κυρίως αρμόζει να εγερθεί η παρούσα αγωγή κατά του τρίτου, στον οποίο περιήλθε το περιουσιακό στοιχείο, δεδομένου ότι αυτός, όπως θα διαπιστωθεί κατωτέρω, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση πριν την απαλλοτρίωση.
Στην αγωγή του αυτή πρέπει αναγκαίως να αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που επιχειρείται η απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη.
Επίσης, πρέπει να αναφέρεται και η απαίτηση που έχει αυτός κατά του εναγόμενου οφειλέτη, με προσδιορισμό του ποσού αυτής αλλά και της αιτίας από την οποία αυτή προήλθε, καθώς και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαία ολική. Αυτό σημαίνει ότι επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος.
Επισημαίνεται ότι αν ο εναγόμενος-τρίτος που έχει επωφεληθεί της απαλλοτριώσεως, καταβάλλει το χρέος του οφειλέτη προς τον ενάγοντα-δανειστή, τότε η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη έννομου συμφέροντος. Σύμφωνα με το άρθρο 943 ΑΚ: «Το αποτέλεσμα της διάρρηξης είναι ότι ο τρίτος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν. Η διάρρηξη ενεργεί μόνο υπέρ των δανειστών που προσέβαλαν την απαλλοτρίωση.
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία ο τρίτος, αν ήταν καλόπιστος, ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό». Αποτέλεσμα της διάρρηξης είναι ότι ο τρίτος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν πριν την απαλλοτρίωση.
Το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται με την τελεσιδικία της απόφασης που απαγγέλει τη διάρρηξη. Να σημειωθεί ότι αν αφορά ακίνητο, απαιτείται και η μεταγραφή του στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο. Ως αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν συνίσταται στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματος του, όσο απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη.
Έτσι, δεν απαιτείται πλέον να σωρεύσει ο δανειστής αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος που απαλλοτριώθηκε από τον τρίτο στον οφειλέτη, διότι ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απευθείας από την περιουσία του οφειλέτη (μετά το Ν. 2298/1995).
Όπως ορίζεται και στο ανωτέρω άρθρο, η διάρρηξη ενεργεί μόνο υπέρ του δανειστή που την πέτυχε μετά από αγωγή του. Οι υπόλοιποι δανειστές του οφειλέτη, εφόσον δεν προσέβαλαν την απαλλοτρίωση, δεν επωφελούνται από αυτή.
Σημειώνεται, επιπλέον, ότι, όπως έχει κριθεί στην υπ’ αριθ. 15/2012 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: « [..] η διάρρηξη δεν είναι αναγκαία ολική αλλά επέρχεται μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος». Όπως γίνεται αντιληπτό, η αναφορά στην αντικειμενική αξία του απαλλοτριωθέντος στοιχείου κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή διάρρηξης.
Επιπροσθέτως, αν ο τρίτος από δόλο ή αμέλεια βλάψει τη δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή π.χ. με τη χειροτέρευση ή καταστροφή ή περαιτέρω μεταβίβαση σε καλόπιστο τρίτο, ανακύπτει ευθύνη αυτού έναντι του δανειστή, με τις ακόλουθες διακρίσεις: ο μεν καλόπιστος τρίτος ευθύνεται μόνο λατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (α. 904,909 ΑΚ) ενώ ο κακόπιστος τρίτος ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (α. 914, 919 ΑΚ).
Προθεσμία για ακύρωση μεταβίβασης λόγω δόλου. Πότε ορίζεται η παραγραφή;
Κατά τη διάταξη του άρθρου 946 ΑΚ: «Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση».
Η αγωγή της διάρρηξης παραγράφεται όταν παρέλθει πενταετία από την απαλλοτρίωση. Η πενταετής αυτή παραγραφή αναφέρεται στη αγωγή διάρρηξης και είναι ανεξάρτητη από την παραγραφή της απαίτησης σε ικανοποίηση της οποίας κατατείνει η διάρρηξη.
Επισημαίνεται ότι η καταδολίευση δανειστών αποτελεί εκτός από αντικείμενο του αστικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 397 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο:
«1. Ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά η εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη. 2. Όμοια τιμωρείται όποιος επιχειρεί κάποια από αυτές τις πράξεις υπέρ του οφειλέτη. 3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση».
Ωστόσο, δεν αποτελεί αδικοπραξία κατά την έννοια του α. 914 ΑΚ, ακόμα και όταν πληροί την αντικειμενική υπόσταση του α. 397 ΠΚ, δεν έχει, επομένως, ως συνέπεια την αποζημίωση αλλά τη διάρρηξη. Έτσι, έχει κριθεί και δυνάμει της υπ’ αριθ. 1531/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου: «Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους με την, από τον οφειλέτη, απολλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικά, από τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ., δεν αποτελεί και αδικοπραξία, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ γιατί, είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, εφ` όσον απαγορεύεται, ως συνέπειά της, όμως, τάσσεται με το νόμο, όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης.
Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση εκπληρώνει την αντικειμενική υπόστασή του, κατ` άρθρον 397 Π.Κ. εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Μόνο όταν ο οφειλέτης τελεί, το υπαλλακτικώς μικτό και αποβλέπον στην προστασία και του ατομικού συμφέροντος έγκλημα του άρθρου 397 Π.Κ. με τους προβλεπόμενους με αυτό άλλους, εκτός από την απαλλοτριωτική πράξη τρόπους, οπότε δεν ανακύπτει η περίπτωση διάρρηξης, τίθεται, ενδεχόμενα, ζήτημα αποζημίωσης (Α.Π. 84/2004).»
Η ελληνική νομολογία έρχεται συχνά αντιμέτωπη με το ζήτημα της καταδολίευσης δανειστών, συνήθως μετά από αγωγή τράπεζας κατά δανειολήπτη. Σε πολλές από τις περιπτώσεις αυτές καλείται να κρίνει επί του ισχυρισμού του εναγομένου ότι, κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου, εκείνος δεν είχε πρόθεση να βλάψει την τράπεζα, αλλά ότι αντίθετα, με βάση την εικόνα που τότε είχε για την περιουσιακή του κατάσταση, θεωρούσε δικαιολογημένα ότι ουδόλως θα υποστεί αυτή βλάβη.
Αποφάσεις δικαστηρίων για καταδολίευση δανειστών:
Ενδεικτικά αναφέρονται περιπτώσεις από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, κατά τις οποίες ο οφειλέτης δεν είχε δόλο να ζημιώσει τη δανείστρια τράπεζα:
- Αν ο οφειλέτης ισχυρισθεί ότι η οφειλή εξυπηρετείται κανονικά, αυτό αποτελεί στοιχείο ότι ο τελευταίος δεν ενήργησε με σκοπό βλάβης της τράπεζας
- Αν η τράπεζα, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, θεωρούσε φερέγγυο τον οφειλέτη ή, ακόμη περισσότερο, ότι, σε χρόνο μεταγενέστερο της μεταβίβασης, του χορήγησε νέο δάνειο, συντείνει στο συμπέρασμα ότι ο οφειλέτης δεν είχε σκοπό βλάβης της τράπεζας
- Η ομαλή συνεργασία μεταξύ του δανειστή και του οφειλέτη έως τη μεταβίβαση συνιστά ένδειξη της έλλειψης πρόθεσης βλάβης από μέρους του μεταβιβάσαντος οφειλέτη
- Αν μια μεταβίβαση διενεργήθηκε πριν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, έχει κριθεί ότι δεν έγινε καταδολιευτικά, όταν αποδεικνύεται ότι η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη επιδεινώθηκε δραματικά λόγω της κρίσης, ενώ κατά τον χρόνο της μεταβίβασης δεν μπορούσε ακόμη να προβλεφθεί μία τέτοια επιδείνωση.
Ωστόσο, υπάρχει περίπτωση ακόμα και η ενάγουσα Τράπεζα να υποπέσει σε σφάλματα κατά τη σύνταξη της αγωγής με αποτέλεσμα την απόρριψη της. Για παράδειγμα, πιθανό σφάλμα στη διατύπωση της αγωγής αποτελεί η μη αναφορά στην κατάσταση της υπολειπόμενης περιουσίας του οφειλέτη κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, καθώς δεν αρκεί απλώς η επισήμανση της έλλειψης περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο της καταδολιευτικής ενέργειας.
Σε αντίθεση, με την κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη, η οποία πρέπει να εξετάζεται και κατά το χρόνο της καταδολίευσης αλλά και κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, η εξέταση της υπαιτιότητας του οφειλέτη θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά το χρόνο της καταδολίευσης. Αυτό συμβαίνει διότι στο χρόνο εκποίησης του ακινήτου μπορεί να εξακριβωθεί αν ο οφειλέτης ενεργούσε με σκοπό τη βλάβη του δανειστή.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που μπορεί να προτείνει και τα στοιχεία που μπορεί να προσκομίσει ο οφειλέτης, προκειμένου να αποδείξει ότι κατά τον χρόνο της μεταβίβασης δεν είχε σκοπό βλάβης της τράπεζας είναι ποικίλα. Ακόμη, δηλαδή και σε περίπτωση που η αγωγή του δανειστή δεν φέρει καμία τυπική πλημμέλεια, ο οφειλέτης διατηρεί ακόμη ισχυρισμούς που μπορούν να οδηγήσουν στην, κατ’ ουσία πλέον, απόρριψη της αγωγής.
Συνάγεται, από τα ανωτέρω, ότι το ζήτημα της διάρρηξης μιας καταδολιευτικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα όρων και προϋποθέσεων ενώ απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες και μελέτη από εξειδικευμένο δικηγόρο στο Τραπεζικό Δίκαιο. Τόσο η συγγραφή της αγωγής όσο και η αντίκρουση της από τον οφειλέτη απαιτούν λεπτό χειρισμό καθώς, όπως διατυπώθηκε, ακόμα και το πιο «απλό» σφάλμα στη διατύπωση του δικογράφου, μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της από το αρμόδιο δικαστήριο.
Παρατίθεται σχετική νομολογία:
1. Καταδολίευση δανειστών και μεταβίβαση ακινήτου με δόλο: Στην υπ’ αριθ. 573/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939 έως 942 Α. Κ. προκύπτει ότι για τη γέννηση της αξιώσεως προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων:
α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί απαλλοτρίωση, β) την απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου εκ μέρους του οφειλέτη, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (Ολ. Α.Π. 15/2012).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 940 παρ.2 εδ. Α ΑΚ δεν θεωρείται απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι δεν εμπίπτει στη θεσπιζόμενη με αυτήν εξαίρεση και συνεπώς συνιστά απαλλοτρίωση που υπόκειται σε διάρρηξη, η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου η οποία γίνεται για την εξεύρεση των μέσων προς εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους προς τρίτον (Α.Π. 941/2007). Κατά μείζονα λόγο υπόκειται σε διάρρηξη η κατά τ` ανωτέρω μεταβίβαση όταν το ληξιπρόθεσμο χρέος προς τον τρίτο δεν είναι μόνο του μεταβιβάζοντος αλλά και του αποκτώντος».
2. Καταδολίευση δανειστών και μεταβίβαση ακινήτου με δόλο: Στην υπ’ αριθ. 1815/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι: « Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941 παρ.2, 942 και 943 ΑΚ, προκύπτει ότι οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν, κατά τους όρους των άρθρων 939 επ., την διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους.
Η θεσπιζόμενη κατά τα άνω διάρρηξη των απαλλοτριώσεων, που έγιναν από τους οφειλέτες προς βλάβη των δανειστών τους, επέρχεται μόνο κατά το μέρος τους, κατά το οποίο ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτριώσεως, δηλαδή κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτησή του, η οποία διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.
Ενόψει δε του ότι η εξεύρεση αυτού του μέρους εξαρτάται από τη σχέση του ποσού της απαιτήσεως που πρέπει να ικανοποιηθεί προς το ποσό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της αγωγής, πρέπει, για το κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της, τα ποσά αυτά να αναφέρονται σ` αυτήν. Ακόμη, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει, για το ορισμένο της, η παραπάνω αγωγή διαρρήξεως περιλαμβάνεται και εκείνο της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, ότι δηλαδή η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίηση του ενάγοντος δανειστή (Ολ.ΑΠ 15/2012)».
3. Καταδολίευση δανειστών και μεταβίβαση ακινήτου με δόλο: Η υπ’ αριθ. 552/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι: «Η αγωγή για διάρρηξη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, μπορεί να ασκηθεί κατά των προσώπων που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικά, δηλαδή κατά του οφειλέτη και του τρίτου, κυρίως όμως αρμόζει κατά του τρίτου, στον οποίο περιήλθε το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε, δεδομένου ότι αυτός είναι υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 943 εδάφ. α` του ΑΚ να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν πριν από την απαλλοτρίωση.
Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η διάρρηξη συνεπάγεται τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του τρίτου να αναμεταβιβάσει, είτε εκουσίως είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, στον οφειλέτη το αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, οπότε και θα μπορεί να επισπεύσει ο δανειστής αναγκαστική εκτέλεση στο αντικείμενο αυτό. Όμως, με το Ν. 2298/1995 (που ισχύει από 4.4.1995), στο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης έχουν εισαχθεί νέες διατάξεις που αφορούν αμέσως τα αποτελέσματα της διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης.
Ειδικότερα: α) κατά τη διάταξη του άρθρου 936 παρ. 3 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου αυτού, τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ` ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και
β) κατά τη διάταξη του άρθρου 992 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 19 του πιο πάνω Ν. 2298/1995, ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από το οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης.
Με βάση τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του ίδιου Ν. 2298/1995, η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης δεν δημιουργεί πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, όπως γινόταν δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 943 του Α.Κ., αλλά μπορεί ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη σαν να μη είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε.
Επομένως, με τις πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες εισάγεται ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου για την επίλυση σύγκρουσης δικαιωμάτων, που απλώς βρίσκεται στον ΚΠολΔ, επανακαθορίζεται η έννοια του άρθρου 943 του Α.Κ. και η διάταξη αυτή προσλαμβάνει το ακόλουθο νόημα: “η αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν” συνίσταται στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματός του όσο απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη.
Έτσι, το αντικείμενο της αγωγής του δανειστή χρηματικής απαίτησης για διάρρηξη, είναι πλέον μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται πλέον να σωρεύσει αυτός και αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος που απαλλοτριώθηκε, από τον τρίτο στον οφειλέτη, διότι με βάση την ανωτέρω ρύθμιση ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απ` ευθείας στην περιουσία του οφειλέτη».