ONLINE ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Τροχαίο ατυχήμα, αποζημιώσεις

Χρειάζονται έξυπνοι και ευέλικτοι χειρισμοί εξωδικαστικά και δικαστικά έτσι ώστε το θύμα ενός τροχαίου, πεζός, οδηγός ή συνεπιβάτης να αποζημιωθεί και να λάβει τα επιθυμητά οικονομικά αποτελέσματα.

Δικηγόροι για τροχαία ατυχήματα αποζημίωση υπαιτιότητα Θεσσαλονίκη 7

Δικηγόροι για τροχαία ατυχήματα αποζημίωση υπαιτιότητα Θεσσαλονίκη

Οι δικηγόροι για τροχαία ατυχήματα στη Θεσσαλονίκη και οι δικηγόροι στην Αθήνα  της  Δικηγορική Εταιρίας ΕΝΟΜΙΚΑ αναλαμβάνουν την δικαστική εκπροσώπηση σε υποθέσεις  τροχαίων ατυχημάτων σε επίπεδο αστικού και ποινικού δικαίου σε όλη την Επικράτεια.

Δυστυχώς τα υψηλά ποσοστά τροχαίων ατυχημάτων αποτελούν μια θλιβερή πραγματικότητα για την χώρα μας. Το πολύ κακό και επικίνδυνο οδόστρωμα που δεν πληροί τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ως προς τον συντελεστή ολισθηρότητας, το αλκοόλ, και η υπερβολική ταχύτητα είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες και η κύρια αιτία που μας οδηγεί στη θλιβερή αυτή κατάσταση είναι η έλλειψη οδικής παιδείας, με αποτέλεσμα τροχαία ατυχήματα

Η διεκδίκηση αποζημίωσης μετά από τροχαίο ατύχημα είναι μία απαιτητική νομικά διαδικασία και επίπονη συναισθηματικά, ιδίως όταν υφίσταται θανατηφόρο ατύχημα ή πρόκληση μόνιμης αναπηρίας.

Χρειάζονται έξυπνοι και ευέλικτοι χειρισμοί εξωδικαστικά και δικαστικά έτσι ώστε το θύμα ενός τροχαίου, πεζός, οδηγός ή συνεπιβάτης να αποζημιωθεί και να λάβει τα επιθυμητά οικονομικά αποτελέσματα.

Είναι γεγονός ότι η κατάλληλη στρατηγική επιβάλλεται για την μεγιστοποίηση της αποζημίωσης, είτε δικαστικά είτε εξωδικαστικά, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα.

Οι δικηγόροι για τροχαία ατυχήματα της εταιρίας μας, αναλαμβάνουν την διεκδίκηση αποζημίωσης από τροχαίο ατύχημα είτε με εφάπαξ αμοιβή είτε με εργολαβική συμφωνία (προκαταβολή ενός μέρους των δικαστικών εξόδων από τον πελάτη και αποπληρωμή με συμφωνηθέν ποσοστό επί της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί)

Περιεχόμενα Απόκρυψη

Παρακάτω θα απαντηθούν συχνές ερωτήσεις σχετικά με το νομικός μέρος και τη δικαστηριακή μεταχείριση των υποθέσεων τροχαίων ατυχημάτων.

ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ

Αποζημίωση από τροχαίο ατύχημα πότε δικαιούμαι;

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ.: «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Για την ίδρυση της αδικοπρακτικής ευθύνης πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1) ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνας συμπεριφοράς και αποτελέσματος.

Ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου και όχι οι καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου ή που οφείλονται στην άσκηση πάνω σ’ αυτόν ακαταμάχητης δύναμης ή που οφείλονται σε καταστάσεις έλλειψης συνείδησης. Η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή σε παράλειψη (ΑΠ 1361/2013).

Ευθύνη από παράλειψη ιδρύεται, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, 1736/2013).

Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου (ΑΠ 1361/2013). Κατά την επικρατούσα αντικειμενική θεωρία, παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει, όταν αυτές συντελούνται.

Το παράνομου, συνήθως, προέρχεται από την παραβίαση συγκεκριμένου  κανόνα δικαίου της αστικής, ποινικής ή διοικητικής νομοθεσίας κ.λπ. Όμως, παράνομη είναι και η συμπεριφορά που είναι αντίθετη προς το γενικότερο πνεύμα της έννομης τάξης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 Συντάγματος, 280 ΑΚ, 281 ΑΚΣ, 297 ΑΚ, 298 ΑΚ και 914 ΑΚ συνάγεται γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία είναι παράνομη κάθε πράξη ή παράλειψη που έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου αλλά και με το γενικότερο πνεύμα της έννομης τάξης, που επιβάλλει την υποχρέωση να μη εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια που προσδιορίζονται από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (ΑΠ 1610/2013).

Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στο ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία (ΑΠ 1361/2013). Η υπαιτιότητα διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη.

Ειδικότερα, αμέλεια συντρέχει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 1361/2013). Η υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή δόλου είτε της αμέλειας με πράξη ή παράλειψη.

Βασική προϋπόθεση της αδικοπραξίας είναι η επέλευση ζημίας στον παθόντα. Αποκαθίσταται εκτός από την περιουσιακή ζημία και η ηθική βλάβη. Ως ζημία νοείται κάθε βλάβη που προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά του προσώπου.

Αποκαθίσταται τόσο η θετική ζημία όσο και τα διαφυγόντα κέρδη, δηλαδή η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία επαύξηση θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός.

Η πιθανότητα της πραγματοποίησης διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να φτάνει μέχρι φαντασιώδους υπολογισμού.

Αξίωση προς αποζημίωση έχει μόνο ο αμέσως ζημιωθείς από αυτή, το πρόσωπο δηλαδή που είναι φορέας ή δικαιούχος του έννομου αγαθού, το οποίο προσβλήθηκε από την άδικη πράξη (ΑΠ 1253/2012), όπως επίσης και αυτός που προσβλήθηκε άμεσα στα προστατευόμενα συμφέροντα του. Αντίθετα, αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία τρίτου (έμμεσα ζημιωθέντος), δεν παρέχουν κατ’ αρχήν σ’ αυτόν αξίωση αποζημίωσης.

Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1610/2013).

Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (ΟλΑΠ 16/2004).

Όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή επί καταστροφής είτε επί βλάβης που μπορεί να αποκατασταθεί, η υποχρέωση για αποζημίωση του δικαιούχου της αποζημίωσης περιλαμβάνει τη θετική ζημία, δηλαδή τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος και το διαφυγόν κέρδος.

Σε περίπτωση ολικής καταστροφής του αυτοκινήτου, σύμφωνα με την αρχή συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της αποζημίωσης η αξία των διασωθέντων υπολειμμάτων αυτού.

Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη η ολοσχερής βλάβη ή καταστροφή του αυτοκινήτου και γενικά του οχήματος εμφανίζεται με δύο μορφές. Η μια είναι τεχνική και η άλλη οικονομική. Στην πρώτη περίπτωση, λόγω της σφοδρότητας της συγκρούσεως ή γενικά του είδους και της εκτάσεως των βλαβών, αυτό έχει πάθει παραμόρφωση ώστε ουσιαστικά δεν είναι πλέον τεχνικά δυνατή η αποκατάσταση των βλαβών.

Στη δεύτερη περίπτωση, είναι μεν τεχνικά δυνατή η αποκατάσταση των βλαβών, πλην όμως είναι ασύμφορη, διότι αυτή θα απαιτήσει χρόνο και δαπάνες, το ύψος των οποίων, με συνυπολογισμό και της μειώσεως της εμπορικής αξίας του αυτοκινήτου, υπερβαίνει σημαντικά το κόστος για την απόκτηση ενός άλλου ισάξιου με το ζημιωμένο αυτοκίνητο.

Προκύπτει, από τα ανωτέρω, ότι ως καταστροφή του αυτοκίνητου νοείται η παντελής φθορά του πράγματος, ώστε η επισκευή του να είναι αδύνατη ή η πρόκληση τέτοιας έκτασης ζημιών σ’ αυτό, ώστε η δαπάνη επισκευής του να βρίσκεται σε μεγάλη δυσαναλογία με την αξία του.

Η καταστροφή του αυτοκινήτου θεωρείται ολική, έστω και αν η βλάβη είναι σε άλλα μέρη ολική και σε άλλα μέρη μερική, εφόσον αυτό, παρά την επισκευή του, δε δύναται να τεθεί ακινδύνως στην κυκλοφορία (ΕφΘες 6879/1989).

Επίσης, θεωρείται ότι το αυτοκίνητο είναι ολοσχερώς κατεστραμμένο, όταν το αμάξωμα του έπαθε ζημιές σε όλα τα μέρη του και η ισορροπία του και η ευστάθεια του έχουν διαταραχθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν είναι πλέον ασφαλής η κυκλοφορία του.

Ολοσχερής καταστροφή του οχήματος επέρχεται και όταν αυτό έχει υποστεί εκτεταμένες και σοβαρές στρεβλώσεις, συρρικνώσεις και παραμορφώσεις, ώστε και μετά από κάθε προσπάθεια επισκευής με καινούργια ή παλιά ανταλλακτικά, δεν θα εύρισκε την αρχική κατασκευαστική του μορφή και θέση, ώστε να πληροί τους όρους ασφαλούς κυκλοφοριακής κίνησης και τούτο διότι καταστράφηκαν καίρια σημεία, που δεν θα μπορούσαν να επανέλθουν στην προ της σύγκρουσης κατάσταση και δεν θα μπορούσαν να αποκατασταθούν τεχνικά, με αποτέλεσμα η επισκευή του αυτοκινήτου να είναι τεχνικά ανέφικτη και οικονομικά ασύμφορη (ΕφΘες 410/2002).

Σε παράνομη και υπαίτια ολοσχερή καταστροφή ξένου αυτοκινήτου, ο ζημιωθείς δικαιούται να ζητήσει α) την αξία του καταστραφέντος αυτοκινήτου (θετική ζημία) και β) το διαφυγόν κέρδος από τη στέρηση της εκμετάλλευσής του.

Επί καταστροφής αυτοκινήτου, η αντικειμενική αξία του και εντεύθεν η θετική ζημία του παθόντος υπολογίζεται με βάση την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το πράγμα κατά το χρόνο της καταστροφής και όχι ανάλογα με τη δαπάνη η οποία απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου ή κατασκευή άλλου όμοιου.

Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της αξίας του αυτοκινήτου που καταστράφηκε, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η τιμή κτήσεως του, η οποία όμως πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό της φυσιολογικής του φθοράς από τη χρήση του μέχρι το ατύχημα, θα αφαιρεθεί δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις αξίες του καινούριου και του μεταχειρισμένου, ώστε να αποφευχθεί ο πλουτισμός του ζημιωθέντος.

Όταν από την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου, υπάρχουν υπολείμματα αυτού με κάποια περιουσιακή αξία, η αποζημίωση για την ολική καταστροφή του αυτοκινήτου περιλαμβάνει το ποσό που αντιστοιχεί στην αγοραία αξία του αυτοκινήτου, πριν από το ατύχημα, αφαιρουμένης της αξίας των υπολειμμάτων (ΜΠρΖακυνθ 10/2010). 

Τι ισχύει για τις σωματικές βλάβες και την αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα;

Κατά τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ: «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Υποχρέωση αποζημίωσης υπάρχει και προς τον τρίτο, ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα και τις στερείται».

Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η έκταση και το περιεχόμενο της ευθύνης ρυθμίζονται από την εκτεθείσα διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ.

Η διάταξη αυτή προσδιορίζει αφενός με τις αξιώσεις αποζημιώσεως του αμέσως ζημιωθέντος από την αδικοπραξία, αφετέρου δε του εμμέσως ζημιωθέντος τρίτου.

Βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 929 ΑΚ είναι η βλάβη του σώματος ή της υγείας προσώπου. Βλάβη της υγείας είναι κάθε ουσιώδης βλάβη των σωματικών, πνευματικών ή ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου.

Περαιτέρω, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση λόγω βλάβης του σώματος ή της υγείας είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές και επίσης η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας (ΜΠρΧαν 347/2008).

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 929 και 298 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας βλάβης σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει κάθε ζημία, που προκαλείται από τη βλάβη του σώματος ή της υγείας του παθόντος, άρα και κάθε δαπάνη ενεστώσα ή μέλλουσα, στην οποία αυτός υποβάλλεται για την αντιμετώπιση των εκ της βλάβης του σώματος ή της υγείας του, προκαλουμένων συνεπειών (ΑΠ 1645/2006).

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, από την οποία βλάπτεται το σώμα ή η υγεία του προσώπου, αξίωση αποζημιώσεως έχει το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία και από την οποία αυτό ζημιώνεται.

Αναφορικά με την έννοια των νοσηλίων, ως τέτοια νοείται κάθε δαπάνη, η οποία ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της υγείας του θύματος (ΑΠ 601/2009).

Κριτήριο για το τι αποτελούν «νοσήλια», που αποκαθίστανται δυνάμει του άρθρου 929 ΑΚ, αποτελεί η κρίση περί του αν οι δαπάνες αυτές ήταν αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του θύματος, ενώ είναι αδιάφορο αν ο παθών έκανε πράγματι τις δαπάνες αυτές (ΑΠ 601/2009).

Επισημαίνεται ότι είναι αποκαταστατέα τα έξοδα θεραπείας, που κρίνονται σκόπιμα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ τη σκοπιμότητα της θεραπείας είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο παθών.

Ειδικότερα, από τα έξοδα θεραπείας του παθόντος, αποδίδονται μόνο τα εύλογα, ήτοι εκείνα τα οποία από την άποψη ενός συνετού παρατηρητή φαίνονται σκόπιμα βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η δαπάνη για τα νοσήλια αρκεί να μην οφείλεται σε υπερβάλλουσα πρόνοια του παθόντος, οπότε και μόνο θα θεωρηθεί ως καταχρηστική.

Δεν είναι όμως υποχρεωμένος ο παθών, για να μην επιβαρύνει τον υπόχρεο, να αρκεσθεί να δεχθεί τις υπηρεσίες, τις οποίες του προσφέρει το ασφαλιστικό του ταμείο, διότι η υποχρέωση του τραυματισθέντος να περιορίσει τη ζημία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρο του αγαθού και του δικαιώματος της προστασίας της υγείας του.

Από τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ και σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 298 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση βλάβης της υγείας ή του σώματος προσώπου, αποζημιώνεται όχι μόνο η επελθούσα ζημία αλλά και η μελλοντική.

Ως τέτοια νοείται εκείνη την οποία ο προσβαλλόμενος υφίσταται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δηλαδή εκείνη η ζημία, η οποία προκλήθηκε μεν από ζημιογόνο γεγονός, πλην όμως πιθανολογείται ότι θα επέλθει και στο μέλλον ως άμεση και βέβαια συνέπεια της παρούσας καταστάσεως και η έκταση της δύναται να εκτιμηθεί πλήρως από το δικαστήριο.

Η αποζημίωση, συνεπώς, που οφείλεται στο πρόσωπο, που λόγω αδικοπραξίας έχει υποστεί βλάβη του σώματος ή της υγείας του είναι πλήρης και περιλαμβάνει τόσο τις ζημίες που έχουν επέλθει σ’ αυτό κατά το χρόνο της ασκήσεως της ασκήσεως της αγωγής, όσο και εκείνες που επέρχονται μεταγενέστερα και συνίσταται σε οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του.

Η μελλοντική αυτή ζημία αποκαθίσταται, εφόσον η επέλευση της είναι βέβαιη και η έκταση της μπορεί να προσδιορισθεί. Οι καλύτεροι δικηγόροι τροχαίων ατυχημάτων πρέπει να μεριμνούν για τον ακριβή και ορισμένο προσδιορισμό της βλάβης.

Στη μελλοντική περιουσιακή ζημία που υφίσταται ο παθών, εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του περιλαμβάνονται και οι αναγκαίες δαπάνες που πρόκειται να γίνουν προς αποκατάσταση της υγείας του.

Εάν οι δαπάνες αυτές πρόκειται να καταβληθούν στο μέλλον, το δικαστήριο καθορίζει το ποσό αυτών, αφού λάβει υπόψη του γεγονότα μέλλοντα, τα οποία προσδωκόνται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

Ο παθών, δηλαδή, έχει δικαίωμα να αξιώσει τη δαπάνη μέλλουσας εγχειρήσεως, αφού προϋπόθεση για την άσκηση της σχετικής αξιώσεως είναι η πρόθεση του παθόντα να υποβληθεί σε τέτοια εγχείρηση, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχει ήδη εκτελεστεί αυτή (ΕφΘες 949/2000).

Η δεύτερη κατηγορία του άρθρου 929 ΑΚ περιλαμβάνει τις δαπάνες που είναι συνήθως επαναλαμβανόμενες και οι οποίες έγιναν αναγκαίες μετά την αποθεραπεία, κυρίως για να περιορισθούν ή να εξομαλυνθούν οι δυσμενείς συνέπειες του τραυματισμού που παραμένουν στον παθόντα μετά την αποκατάσταση της σωματικής του βλάβης.

Αν και η διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ μνημονεύει ιδιαιτέρως την κατηγορία αυτή, εντούτοις σε αυτήν εντάσσονται δαπάνες που μπορεί να ανήκουν παράλληλα και σε άλλη κατηγορία ζημίας, δηλαδή η παραπάνω δαπάνη μπορεί να αποτελεί παρούσα ή μέλλουσα θετική ζημία.

Ενδεικτικά στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν οι εξής δαπάνες: δαπάνη για φάρμακα μετά τη νοσηλεία στο νοσοκομείο ή την κλινική, η δαπάνη φυσιοθεραπείας, η αγορά ορθοπεδικών μηχανημάτων κ.α. Εφόσον, οι δαπάνες αυτές είναι συνεχείς ή επαναλαμβανόμενες, η αποζημίωση που καταβάλλεται γι’ αυτές έχει τη μορφή μηνιαίων χρηματικών δόσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 930 ΑΚ παρ. 1.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης».

Η ηθική βλάβη περιλαμβάνει, σύμφωνα με την έννοια της ανωτέρω διάταξης, την προσβολή κάθε ηθικού και ψυχικού αγαθού, δηλαδή κάθε μη περιουσιακή βλάβη που επέρχεται στην ηθική, πνευματική και σωματική συγκρότηση του αδικημένου, η οποία αντιστοιχεί με κάθε βλάβη σε βάρος της προσωπικότητας του ως πλέγματος σωματικής, πνευματικής και κοινωνικής συγκρότησης. Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί είδος ζημίας με σκοπό την ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση του παθόντος αντιδιαστέλλομενη προς την περιουσιακή ζημία.

Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση έχει διαφορετική νομική μορφή από την αποζημίωση και αποσκοπεί στην εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιούργησε η αδικοπραξία και στην παροχή της απαιτούμενης οικονομικής ευχέρειας για την υπερπήδηση ή μείωση της δημιουργούμενης μη περιουσιακής βλάβης. 

Συνεπώς τα ποσά αποζημίωσης ενός τροχαίου ποικίλουν και βασικό μέλημα ενός καλού δικηγόρου τροχαίων ατυχημάτων είναι η μεγιστοποίηση της επιδικασθείσας αποζημίωσης.

Σημειώνεται ότι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δεν έχει χαρακτήρα ιδιωτικής ποινής και δεν αποσκοπεί στην επιβολή κύρωσης στο ζημιώσαντα αλλά στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον παθόντα, που θα πρέπει να θεωρηθεί ως προσβολή της προσωπικότητας αυτού, από τη λύπη, τη στενοχώρια ή τον πόνο που του προκάλεσε η προσβολή ενός αγαθού, όπως είναι κυρίως τα αγαθά της προσωπικότητας (ΕφΑθ 4779/2004).

Καλός δικηγόρος για τροχαία στη Θεσσαλονίκη;

Είναι μια ερώτηση που δεχόμαστε συχνά στα δικηγορικά μας γραφεία  στη Θεσσαλονίκη και στην ΑΘήνα.  Κατά τη γνώμη μας καλός δικηγόρος για τροχαία είναι αυτός που εκτιμά ρεαλιστικά την υπόθεση ενός τροχαίου ατυχήματος, κάνοντας το καλύτερο δυνατό για τον εντολέα του με απόλυτη ειλικρίνεια και επαγγελματισμό, χωρίς να προδικάζει υπερβολικά αισιόδοξα δικαστικά αποτερλέσματα για την έκβαση κάθε υπόθεσης τροχαίου ατυχήματος.

Τι ποσά δικαιούμαι ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη;

Προϋποθέσεις για την πλήρωση της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι: α) η τέλεση αδικοπραξίας, β) η πρόκληση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, 3) η αιτιώδης συνάφεια.

Ως αδικοπραξία την πλήρωση του πραγματικού της οποίας προϋποθέτει το άρθρο 932 ΑΚ, δε νοείται μόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή η υπαίτια παράνομη πράξη αλλά και η απλώς παράνομη πράξη, εφόσον δημιουργεί νομική υποχρέωση αποζημίωσης.

Ως αδικοπραξία στην περίπτωση αυτή νοείται και κάθε περίπτωση που θεμελιώνει υποχρέωση με βάση διατάξεις νόμων όπως ΓπΝ/1911 («Ποινική και Αστική Ευθύνη από αυτοκίνητα»).

Η ηθική βλάβη  σε ένα τροχαίο ατύχημα μπορεί να προκληθεί από την προσβολή οποιουδήποτε δικαιώματος από αυτά που απαριθμούνται ενδεικτικά στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ εδ. Β’ και αφού ο νόμος δεν διακρίνει, μπορεί να ζητηθεί χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, λόγω του σώματος ή της υγείας, αλλά και στην περίπτωση της καταστροφής ή φθοράς πράγματος.

Επισημαίνεται ότι για τη γέννηση της υποχρεώσεως του αδικοπραγήσαντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ηθικής βλάβης.

Δικαιούχος της απαίτησης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι το πρόσωπο που άμεσα υπέστη την ηθική βλάβη από την αδικοπραξία. Τέτοιο πρόσωπο είναι ο φορέας του προσβληθέντος  εννόμου αγαθού και επί βλάβης του σώματος ή της υγείας εκείνος που την υπέστη.

Τέτοιο πρόσωπο είναι π.χ. ο τραυματισθείς κατά τη σύγκρουση ή ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου που έπαθε βλάβη.

Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη μπορεί να επιδικασθεί στον κύριο του βλαβέντος αυτοκινήτου λόγω φθορών προκλήθηκε στο αυτοκίνητο του, εφόσον αυτός υποβλήθηκε σε σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες για την επισκευή του. 

ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ; ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ

2310 500 442 – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2392 181 200 – ΠΕΡΑΙΑ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

210 95 85 365 – ΑΘΗΝΑ

Δευτέρα-Παρασκευή 09.00-16.00 και 18.00-20.00 (Δευτέρα – Πέμπτη)

ONLINE ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Cart Overview
Call Now Button