Απόρριψη αίτησης νόμου Κατσέλη λόγω δόλου: γράφει ο Μιχαήλ Ζηδιανάκης, δικηγόρος – διαμεσολαβητης
Ο νόμος Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010) έθετε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή των φυσικών προσώπων στις ρυθμίσεις του την μη περιέλευση τους σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής με δική τους υπαιτιότητα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που ενδιέφερε το νομοθέτη κατά την σύνταξη του νομοθετήματος ήταν τα υπερχρεωμένα πρόσωπα να μην είχαν εξ αρχής σκοπό να μην πληρώσουν τα χρέη τους και να ανέλαβαν δάνεια με σκοπό να καρπωθούν μόνο τα οφέλη αυτών.
Ο δόλος αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την μη υπαγωγή οφειλέτη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010. Αυτό που έχει αλλάξει με τα χρόνια είναι η ένταση του δόλου από τους Πιστωτές – Τράπεζες και τι νομολογιακά δέχεται το δικαστήριο. Στην αρχή της θέσης σε ισχύ του νομοθετήματος ο δόλος για να στοιχειοθετηθεί θα έπρεπε να βρίσκονταν σε μεγάλη ένταση με τον οφειλέτη.
Να έχει εξ΄ αρχής σκοπό να μην αποπληρώσει τα χρέη του. Ειδικότερα, ο νόμος όριζε ότι ο οφειλέτης που με πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά αποδεχόμενος το αποτέλεσμα δεν δικαιούται να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010 για ρύθμιση ή απαλλαγή των οφειλών του.
Νομολογιακά αρχικά υποστηρίζονταν ότι αν ο οφειλέτης περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής λόγω αμέλειας, οποιουδήποτε βαθμού αυτός εξακολουθούσε να δικαιούται να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010. Μάλιστα, ο οφειλέτης εξακολουθούσε να μην θεωρείται δόλιος από το δικαστήριο ακόμη και αν προέβλεπε μεν από την συμπεριφορά του ότι θα μπορούσε να περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής αλλά ήλπιζε ότι τα εισοδήματά του θα αυξηθούν ή ότι με μία ευνοϊκή ρύθμιση από την τράπεζα θα αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο.
Η δολιότητα θεμελιώνεται όταν κατά την ανάληψη των χρεών του γνώριζε ή αποδέχονταν ότι θα ήταν αδύνατη η αποπληρωμή αυτών. Η αλλαγή της οικονομικής του κατάστασης θα πρέπει να οφείλεται είτε σε εξωγενείς παράγοντες είτε σε παράγοντες που ο οφειλέτης δεν μπορούσε να προβλέψει.
Ποιος προτείνει την ένσταση δόλου κατά του δανειολήπτη;
Την ένσταση για την δόλια περιέλευση σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής μπορεί να προτείνει οποιοσδήποτε πιστωτής του οφειλέτη/αιτούντα ο οποίος και θα πρέπει να την θεμελιώσει σε συγκεκριμένες ενέργειες του οφειλέτη- αιτούντα. Ο πιστωτής που θα προβάλλει την εν λόγω ένσταση θα πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένες ενέργειες του οφειλέτη που είχαν ως στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής του κατάστασης και των υποχρεώσεων του και την συνέχιση ανάληψης νέων χρεών εκ μέρους του.
Σε περίπτωση που οι πιστωτές ήταν σε θέση να ανακαλύψουν και να εξακριβώσουν την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και την πιστοληπτική του ικανότητα πριν την ανάληψη νέων χρεών ή την συνέχιση των υποχρεώσεων και δεν το έπραξαν βαρύνονται με την σχετική ευθύνη.
Η ένσταση της δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά θα πρέπει να προταθεί τουλάχιστον από έναν από τους πιστωτές. Το βάρος απόδειξης φέρει ο πιστωτής που προβάλλει την ένσταση, ο οποίος θα πρέπει να παραθέσει εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του με βεβαιότητα χωρίς να αρκεί η απλή πιθανολόγηση αυτών.
Σε ποιο χρόνο θεωρείται δόλιος ο δανειολήπτης;
Κρίσιμος χρόνος για τη ύπαρξη δόλου θεωρείται ο χρόνος σύναψης της δανειακής σύμβασης. Δολιότητα του οφειλέτη μπορεί να προκύψει και σε μεταγενέστερο χρόνο αν οφειλέτης παρόλο που ανέλαβε τα χρέη του έχοντας εισοδήματα που μπορούν να τα εξυπηρετήσουν αυτός δεν μεριμνά για την συνέχιση αυτών των εισοδημάτων καθώς επίσης αμελεί την πληρωμή των οφειλών του με αποτέλεσμα αυτά να καθίστανται ληξιπρόθεσμα και να διογκώνουν το συνολικό χρέος.
Η νομολογία έχει κρίνει ότι δεν λειτουργεί με δόλο ο οφειλέτης που γνωρίζει εξ αρχής ότι δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις αλλά τις αναλαμβάνει εφόσον πιθανολογεί δικαιολογημένα την βελτίωση των οικονομικών του.
Γενικότερα ενώ τα δικαστήρια στην αρχή ήταν αρκετά πιο ελαστικά με την διαπίστωση του δόλου και απαιτούσαν από τους πιστωτές να αποδείξουν με στοιχεία το δόλο για να τον καταλογίσουν στον οφειλέτη, με την πάροδο των ετών αυτό άρχισε να αλλάζει με τα δικαστήρια να κάνουν πιο εύκολα δεκτές τις ενστάσεις δόλου των πιστωτών.
Το θέμα έφτασε στον Άρειο Πάγο με το ανώτατο δικαστήριο να εκδίδει σειρά αποφάσεων σχετικά με την ερμηνεία της ένστασης δόλου. Με την υπ’ αριθμόν 65/2017 απόφαση του ο Άρειος Πάγος περιόρισε κατά πολύ το στοιχείο του δόλου που απαιτούνταν για να κάνει δεκτή την ένσταση των πιστωτών ορίζοντας ότι αρκούσε η πρόθεση του δανειολήπτη- οφειλέτη να δανειοδοτηθεί αποδεχόμενος τον κίνδυνο να μην μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που αναλάμβανε (ενδεχόμενος δόλος) παραβιάζοντας έτσι ευθέως τις δικονομικές διατάξεις του Ν.3869/2010 που απαιτούσαν από τους πιστωτές απλή πιθανολόγηση αλλά απόδειξη της πρόθεσης των οφειλετών να μην αποπληρώσουν τα χρέη τους.
“Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό.
Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου.”
Πότε θεωρείται ότι ένας οφειλέτης – δανειολήπτης έχει δόλο;
Μετά τις αποφάσεις του 2017 για την απόδειξη της δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν τις εξής ενδείξεις:
α) εισοδήματα οφειλέτη κατά το χρόνο ανάληψης του δανείου, αν δηλαδή αυτά αρκούσαν να καλύψουν τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και να εξυπηρετούν και την αποπληρωμή των δόσεων, β) ο αριθμός των δανείων που σύναψε ο οφειλέτης και κυρίως αν ο οφειλέτης έλαβε δάνεια ενώ είχε ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές που δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει και γ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πριν την κατάθεση της αίτησης.
Ακολούθησε η υπ’ αριθμόν 515/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου που ορίζει τα στοιχεία που θα πρέπει να περιέχει η ένσταση δόλου που προβάλλεται από τους πιστωτές προκειμένου αυτή να είναι ορισμένως και παραδεκτώς ασκηθείσα ώστε το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της βασιμότητάς της.
Ειδικότερα ο πιστωτής που προβάλλει την ένσταση θα πρέπει να αναφέρει:
α) το αρχικό και τελικό ύψος των χρεών που προέκυψαν και από ποιες δανειακές υποχρεώσεις αυτά προκύπτουν,
β) η χρονική στιγμή που συμβλήθηκε με τον πιστωτή ο οφειλέτης και ανέλαβε αυτές τις δανειακές του υποχρεώσεις
γ) την οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής του αλλά και τις εύλογα πιθανολογούμενες μελλοντικές απολαβές του και
δ) ότι σύμφωνα με τα ως άνω δεδομένα πιθανολογούνταν κίνδυνος ότι ο υπερδανεισμός του θα είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής και παρόλα αυτά αυτός αποδέχθηκε τον κίνδυνο και8 προέβη στην σύναψη του δανείου.
Αν δεν πληρούνται αυτά τα στοιχεία τα δικαστήρια κρίνουν την ένσταση των πιστωτών ως απαράδεκτη και δεν προβαίνουν στην κατ’ ουσίαν εξέταση αυτής.
Το ως άνω σκεπτικό επαναλήφθηκε και στην υπ’ αριθμόν 1174/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου :“ Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό.
Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει.
Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό.
Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου.
Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 515/2018, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014).
Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει:
α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018)”
Στο ίδιο πνεύμα ακολούθησε και η υπ’ αριθμόν 400/2020 του Αρείου Πάγου με την οποία έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης της πιστώτριας τράπεζας κατά απόφασης Μονομελούς Εφετείου που είχε απορρίψει την ένσταση δολιότητας ως αόριστη.
Πιο συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα το εφετείο δεν αρκέστηκε στην επίκληση από την πιστώτρια τράπεζα της ύπαρξης δόλου του οφειλέτη λόγω της υπερανάληψης δανειακών υποχρεώσεων εν γνώση της αδυναμίας του οφειλέτη να ανταποκριθεί σε αυτές και απαίτησε την επίκληση συγκεκριμένων ενεργειών του οφειλέτη που στόχευαν στην απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής του κατάστασης προκειμένου ο τελευταίος να συνεχίσει να αναλαμβάνει οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στις πιστώτριες και στην απαίτηση του Εφετείου για επίκληση περισσότερων στοιχείων από αυτά που θέτει ο νόμος ως αναγκαία για την στοιχειοθέτηση του δόλου.
Πρόσφατες αποφάσεις για αιτήσεις του νόμου Κατσέλη που απορρίφτηκαν λόγω δόλου
Τελευταία νομολογιακή εξέλιξη αποτελεί η υπ’ αριθμόν 59/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου φαίνεται να κάνει ένα βήμα πίσω και να γίνονται πιο αυστηρές οι προϋποθέσεις παραδεκτού της ένστασης που προβάλλεται από τον πιστωτή απαιτώντας τα συγκεκριμένα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω προκειμένου να προβληθεί παραδεκτά η ένσταση και το δικαστήριο να προβεί στην εξέταση της βασιμότητάς της. Παραμένει βέβαια η έννοια του δόλου αρκούντος ως ενδεχόμενου αφού ο οφειλέτης ενεργεί δολίως αν προέβλεπε ότι ο υπερδανεισμός του πιθανότατα θα τον οδηγούσε σε αδυναμία πληρωμής εντούτοις όμως προχώρησε στην σύναψη της δανειακής σύμβασης.
Τι επιλογές υπάρχουν μετά από την απόρριψη από το νόμο Κατσέλη ;
Εν κατακλείδι, στην όλη νομολογιακή πορεία παρατηρείται μια αυστηροποίηση των προϋποθέσεων υπαγωγής των οφειλετών στο Ν.3869/2010 σε σχέση με την αρχή της θέσης σε ισχύ του νομοθετήματος. Αρχικά, τα δικαστήρια ήταν πιο επιεική με τους οφειλέτες απορρίπτοντας μεγάλο μέρος ενστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και αποδεχόμενα μόνο της εν στενή έννοια του δόλου.
Στη συνέχεια, από το 2017 και έπειτα τα δικαστήρια άρχισαν να κάνουν δεκτές τις ενστάσεις των πιστωτών δεχόμενα και ως δόλο του οφειλέτη τον ενδεχόμενο δόλο (αποδοχή του οφειλέτη του ενδεχομένου να περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής). Ωστόσο, με την τελευταία απόφαση του Αρείου Πάγου φαίνεται μία αυστηροποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού της ένστασης δόλου που προβάλλεται από το δικαστήριο προκειμένου αυτή να εξεταστεί στην ουσία της, δίνοντας έτσι ελπίδα σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών που έχασαν το δικαστήριο του νόμου Κατσέλη να ασκήσουν έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης.